Η ΖΩΝΤΑΝΗ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΠΟΥ ΕΔΩΣΕ Ο ΑΡΧΗΓΟΣ - ΛΟΧΑΓΟΣ ε.α. ΑΝΔΡΕΑΣ ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΣ , ΣΤΟΝ ΔΙΑΥΛΟΝ < ΕΠΑΝΕΛΛΗΝΙΣΙΣ > .-
Πέμπτη 29 Μαρτίου 2018
Ο ΗΡΩΑΣ ΤΗΣ ΧΑΛΚΙΔΟΣ - ΑΓΓΕΛΗΣ ΓΟΒΓΙΝΑΣ
Το Γοβγίνας ή Γοβιός είναι παρατσούκλι και παρέπεμπε στο γνωστό ψάρι του γλυκού νερού, ίσως εξαιτίας της προϋπηρεσίας του στη θάλασσα.
Παλιός κλέφτης και παλληκάρι, ο Γοβγίνας είχε αγνό χαρακτήρα και έντονη την αίσθηση του δικαίου. Γι’ αυτό και δεν ανεχόταν να βλέπει τους φτωχούς συμπατριώτες του να καταπιέζονται, όχι μόνο από τον Τούρκο δυνάστη, αλλά και από τους ισχυρούς κοτζαμπάσηδες της περιοχής.
Γρήγορα ήλθε σε προστριβή μαζί τους και η παραμονή του στη Λίμνη κατέστη αδύνατη. Έτσι, το 1817 κατέφυγε στην Αυλή του Αλή Πασά, όπου μυήθηκε στη στρατιωτική τέχνη.
Μετά την κήρυξη της Επανάστασης ακολούθησε τον Οδυσσέα Ανδρούτσο, με τον οποίο είχε γνωριστεί στα Ιωάννινα και μαζί του πολέμησε στο Χάνι της Γραβιάς (8 Μαΐου 1821), όπου διακρίθηκε για τη γενναιότητά του και τις στρατιωτικές του ικανότητες.
Οι κοτζαμπάσηδες, οι οποίοι πριν από τέσσερα χρόνια τον είχαν αναγκάσει να εκπατρισθεί, τώρα τον έβλεπαν ως σωτήρα.
Ο Γοβγίνας οργάνωσε το ελληνικό στρατόπεδο στα Βρυσάκια, κοντά στη Χαλκίδα και κατέστρωσε σχέδιο για την αναστροφή της κατάστασης.
Λίγες ημέρες μετά την άφιξή του επιτέθηκε κατά των Τούρκων στα Ψαχνά και τους καταδίωξε ως τη Χαλκίδα, αναπτερώνοντας το ηθικό των επαναστατών.
Κατά τη διάρκεια των αψιμαχιών γύρω από τη Χαλκίδα σκοτώθηκε ο επικίνδυνος Οθωμανός Οσμάν Χατζαράκης από την Κάρυστο, ο μπέης της οποίας Ομέρ εξουσίαζε όλη τη νότια Εύβοια.
Στις 14 Ιουλίου 1821 ο Ομέρ Βρυώνης βρέθηκε στη Χαλκίδα, αποφασισμένος να καταπνίξει κάθε επαναστατική κίνηση στην Εύβοια.
Την επομένη επιτέθηκε κατά του ελληνικού στρατοπέδου στα Βρυσάκια, αλλά αποκρούσθηκε από τον Γοβγίνα και τους 300 άνδρες του, αφήνοντας στο πεδίο της μάχης 70 νεκρούς στρατιώτες του και υπερδιπλάσιους τραυματίες.
Στη μάχη, που διάρκεσε επτά ώρες, αναγνωρίστηκε η προσωπικότητα και ο στρατηγικούς νους του Γοβγίνα. Ο Ομέρ Βρυώνης επανήλθε στις 18 Ιουλίου στα Βρυσάκια, αλλά και πάλι αποκρούσθηκε από τον Γοβγίνα, που είχε καταφύγει στις γύρω ορεινές περιοχές.
Έτσι, αναγκάσθηκε ταπεινωμένος να εγκαταλείψει την Εύβοια και να βαδίσει κατά της Αθήνας.
Στα μέσα Αυγούστου του 1821 πληροφορήθηκε ότι ο Βερούσης Μουτσανάς βάδιζε κατά της πατρίδας του Λίμνης, αποφασισμένος να την κάψει για να εκδικηθεί τους προκρίτους που τον είχαν καθαιρέσει. Τον συνόδευαν αρκετοί άνδρες, στους οποίους είχε υποσχεθεί λεηλασίες και διαρπαγές.
Ο Γοβγίνας ξεκίνησε αμέσως κατά του προκατόχου του στην αρχηγία του αγώνα στη Βόρεια Εύβοια. Τον συνάντησε έξω από τη Λίμνη και αφού τον χτύπησε, τον εξανάγκασε να φύγει από την Εύβοια.
Στα μέσα Φεβρουαρίου του 1822 ο Αγγελής Γοβγίνας ανέλαβε τη διοίκηση όλων των ευβοϊκών στρατιωτικών σωμάτων, μετά την ανεξήγητη ανάκληση του Οδυσσέα Ανδρούτσου από την περιοχή, με διαταγή του Αρείου Πάγου (κυβερνητικό σώμα της Ανατολικής Χέρσου Ελλάδος).
Στόχος του Γοβγίνα ήταν πρώτα να αποκλείσει του Τούρκους της Χαλκίδας και στη συνέχεια να βαδίσει απερίσπαστος κατά της Καρύστου.
Το σχέδιό του έγινε αντιληπτό από τους Τούρκους της Χαλκίδας, οι οποίοι συγκρότησαν στρατιωτικό σώμα εκ 1000 ανδρών με επικεφαλής τον Κενάν Αγά και επιτέθηκαν αιφνιδιαστικά κατά του ελληνικού στρατοπέδου στα Βρυσάκια το βράδυ της 28ης Μαρτίου 1822.
Στη μάχη που επακολούθησε, ο Γοβγίνας παρασύρθηκε σε μία καλοστημένη ενέδρα και τραυματίστηκε σοβαρά από σφαίρα στην πλάτη. Λίγη ώρα αργότερα εξέπνευσε.
Την επομένη, οι Τούρκοι βρήκαν τον νεκρό Γοβγίνα και αφού του έκοψαν το κεφάλι, το περιέφεραν θριαμβευτικά επί οκτώ ημέρες στους δρόμους της Χαλκίδας υπό τους κανονιοβολισμούς των φρουρίων της πόλης.
Η λαϊκή μούσα θρήνησε στον Γοβγίνα με τους ακόλουθους στίχους:
Για σένα, μωρ’ Αγγελή, κλαίει το Γριπονήσι
που χάθηκες κατακαμπής με όλο το γιουρούσι.
Εσύ δεν επολέμαγες μες στης Γραβιάς το χάνι
μ’ οχτώ χιλιάδες Γκέκηδες και βγήκες παλικάρι;
Μα οι Μπαλαλαίοι τα σκυλιά σούφαγαν το κεφάλι.
Σε κλαίει ούλ’ η Ρούμελη τ’ ήσουνα παλικάρι.
Κυριακή 25 Μαρτίου 2018
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΜΑΘΗΤΙΚΗ ΠΑΡΕΛΑΣΗ ΛΙΒΑΔΕΙΑΣ
ΜΙΚΡΟ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΜΑΘΗΤΙΚΗ ΠΑΡΕΛΑΣΗ ΛΙΒΑΔΕΙΑΣ ΒΟΙΩΤΙΑΣ( 25 -3 -
2018 ).- ΟΙ ΝΕΑΡΟΙ ΜΑΘΗΤΑΙ , ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΤΡΟΠΟ ΠΟΥ ΠΑΡΕΛΑΥΝΟΥΝ ,
ΔΕΙΧΝΟΥΝ ΤΑ ΜΕΓΑΛΑ ΧΑΛΙΑ ΤΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ , ΜΕ ΠΡΩΤΑΙΤΙΟΥΣ ΤΟΥΣ
ΓΥΜΝΑΣΤΑΣ , ΟΙ ΟΠΟΙΟΙ ΔΕΝ ΕΠΙΔΕΙΚΝΥΟΥΝ ΤΟΝ ΠΡΕΠΟΝΤΑ ΖΗΛΟ . - ΔΕΝ
ΜΕΤΑΔΙΔΟΥΝ ΕΙΣ ΤΗΝ ΝΕΟΛΑΙΑ ΤΟΥ ΕΘΝΟΥΣ , ΤΟΝ ΣΕΒΑΣΜΟ ΚΑΙ ΤΗΝ
ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ , ΠΟΥ ΑΡΜΟΖΕΙ ΕΙΣ ΤΗΝ ΕΠΕΤΕΙΟΝ ΤΗΣ ΕΘΝΕΓΕΡΣΙΑΣ , ΤΩΝ
ΗΡΩΩΝ ΚΑΙ ΤΟΥ ΛΑΟΥ .- ΔΥΣΤΥΧΩΣ Η ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΤΟΥΣ ΕΙΝΑΙ
ΑΠΑΞΙΩΤΙΚΗ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΘΕΣΜΟΝ ΤΗΣ ΠΑΡΕΛΑΣΕΩΣ . - ΖΗΤΩ Η ΕΛΛΑΣ .
ΑΙΩΝΕΙΑ Η ΜΝΗΜΗ ΤΩΝ ΗΡΩΩΝ ΤΟΥ ΕΘΝΟΥΣ .
ΑΘΑΝΑΤΟΙ
ΑΙΩΝΕΙΑ Η ΜΝΗΜΗ ΤΩΝ ΗΡΩΩΝ ΤΟΥ ΕΘΝΟΥΣ .
ΑΘΑΝΑΤΟΙ
Παρασκευή 23 Μαρτίου 2018
Πέμπτη 22 Μαρτίου 2018
ΜΕΓΑ ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΝ ΗΡΩΑ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ - ΙΩΑΝΝΗ ΔΑΣΚΑΛΟΓΙΑΝΝΗ .
Ο
ΔΑΣΚΑΛΟΓΙΑΝΝΗΣ, δηλαδή ο Ιωάννης Δάσκαλος, ήταν μια από τις πλέον
ηρωικές μορφές των αγώνων των Ελλήνων κατά των Τούρκων κατακτητών. Και
ίσως ο καθαρότερος από όλους. Δεν είχε υπηρετήσει ποτέ στις αυλές των
πασάδων, όπως άλλοι πρωτοκαπετάνιοι του 1821, ούτε στρατεύθηκε σαν
αρματολός. Ο Κωστής Παλαμάς τον αποκαλεί «κορυφή της κρητικής θυσίας»,
αλλά το ήθος, η καρτερία, η αυτοθυσία τον ανεβάζουν ψηλά στην κορυφή των
αγώνων του Γένους. Ήταν υπερήφανος, ονειροπόλος, γενναίος, πλούσιος και
τολμηρός. Αλλά και εύπιστος! Δεν ανήκε στο είδος των ανθρώπων του
πολέμου. Δεν περιεφέρετο σαν «χαΐνης», πάει να πει αντάρτης, στα βουνά,
όπως οι σύντροφοί του στην επανάσταση του 1770. Ήταν ναυτικός, με δικά
του καράβια και ταξίδευε από τη Μασσαλία ως τα λιμάνια του Εύξεινου και
από το βάθος του Αδρία, την Τεργέστη, ως τα αφρικανικά λιμάνια, την
Αλεξάνδρεια και την Μπιγκάζα. Είχε, μαζί με τ’ αδέρφια του, ναυτικά
«πρακτορεία» στα κυριότερα λιμάνια και σε πολλά ελεύθερα ελληνικά νησιά,
όπως στα Κύθηρα. Έμπορος, ταξιδευτής με πείρα του κόσμου και γνωριμίες
με πρίγκιπες, μητροπολίτες, πρόκριτους και διπλωμάτες ξένων χωρών.
Πρέπει να σημειωθεί ότι οι συμπατριώτες του, οι Σφακιανοί, σε αντίθεση
με τους άλλους Κρητικούς που απεχθάνονταν τότε τη θάλασσα, είχαν δεκάδες
καράβια στη Μεσόγειο, με βάση τον όρμο Λουτρό στο Λιβυκό, δυτικά της
Χώρας Σφακίων, στα ίχνη του αρχαίου «διλίμενου» Φοίνικα. Αλλά ήταν ο
μόνος Σφακιανός της εποχής που τολμούσε να κυκλοφορήσει στην επαρχία με
ευρωπαϊκά ρούχα, χωρίς να τον αποκαλούν ψαλιδόκωλο!
Οι περισσότεροι ιστορικοί και η παράδοση θέλουν τον Δασκαλογιάννη από τη γενιά των Βλάχων του χωριού Ανώπολη Σφακίων. Το «Βλάχος» φυσικά δεν μπορεί να ήταν αληθινό επίθετο σφακιανής οικογένειας. Θα ήταν πιθανότατα προσωνύμιο -και προσωνύμια είχαν τότε σχεδόν όλοι οι Σφακιανοί. Κάποιοι ισχυρίστηκαν ότι ο Δασκαλογιάννης «έσερνε» από τη ναυτική γενιά των Ανδρουλακάκηδων, του Λουτρού. Προφανώς έχουν επηρεασθεί από το γεγονός ότι οι Τούρκοι αποκαλούσαν τον Δασκαλογιάννη «Ιωάννη υιόν Ανδρέου» κατά την πρακτική της εποχής. Μια πρακτική που περιέργως έχει αρχαιοελληνική ρίζα. Πράγματι υπάρχει τουρκικό έγγραφο που τον αποκαλεί «Ιωάννη υιόν Ανδρέου». Και πράγματι ο πατέρας του ονομάζετο Ανδρέας, όπως και ο πρώτος του υιός, κατά το συνήθειο που επικρατεί πάντα.
Το αρχοντικό του Δασκαλογιάννη διακρίνεται ακόμη ερειπωμένο στην Ανώπολη, πάνω από το Λουτρό. Και ο θρύλος του ζει στα βουνά και στα φαράγγια και στις άγριες ακρογιαλιές του Λιβυκού.
Ένας Δασκαλογιάννης βρίσκεται σε τουρκικό
έγγραφο του 1765 με τον τίτλο του Κετχουντά (γραμματικού) των Σφακίων.
Και αργότερα σε έγγραφο του 1767 ο Νικολός Σγουρομάλλης, αδελφός του
Δασκαλογιάννη, επίσης με την ιδιότητα του γραμματικού. Τώρα ο
Δασκαλογιάννης του εγγράφου είναι ο ίδιος με τον Δασκαλογιάννη του αγώνα
ή είναι ένας από τους πολλούς Ιωάννηδες Δασκάλους και Δασκαλιανούς των
Σφακίων; Όσο για την ηλικία του Δασκαλογιάννη, οι ιστορικοί τον θέλουν
40 ετών το 1770.
Αλλά ποια ήταν η κατάσταση το 1769, δηλαδή την εποχή που ο Δασκαλογιάννης προετοίμαζε την επανάστασή του: Οι Τούρκοι κρατούσαν έναν αιώνα την Κρήτη και τρεις αιώνες τον Μοριά και τη Ρούμελη. Τα Σφακιά, όμως, που δεν ησύχασαν ποτέ σ’ όλο το μάκρος της ενετικής κατοχής, είχαν μια περίεργη τύχη. Το 1648, ενώ είχαν υποταχθεί όλες οι γύρω επαρχίες και τα κάστρα ήταν γκρεμισμένα, δίχως το Μεγάλο, οι Σφακιανοί βοηθούσαν τον Ματθαίο Καλλέργη και τους Ενετούς στις επιχειρήσεις του Αλμυρού. Όπως μας λέει ο Τούρκος ιστορικός Ναϊμά, βασιζόμενοι εις το ορεινόν και δύσβατον της επαρχίας των, δεν διήγον φιλησύχως και επί εποχής των απίστων (Ενετών). Για τον λόγο αυτό -συνεχίζει ο ιστορικός- έστειλαν οι Τούρκοι τον Κετχουντά της Ρούμελης Κουτούζ Αλή Αγά, όστις κατέλαβε το φρούριον, καταδιώξας και διασκορπίσας τους απειθείς τούτους (Σφακιανούς). Ο αρχιστράτηγος προσέφερε διάφορα δώρα και επεδαψίλευσε διαφόρους φιλοφρονήσεις εις τον ρηθέντα Αλή Αγάν. Άλλος, όμως, Τούρκος, ο γνωστός μας από την περιήγησή του, ο Εβλιά Τζελεμπή, αναφέρει ότι τα Σφακιά τα πάτησε ο ίδιος ο θρυλικός για το παράστημα και την ανδρεία του Δελή Χουσεΐν Πασάς, ο Γαζής. Μετά λίγα χρόνια, και συγκεκριμένα το 1658, ύστερα από συνομιλίες με τον Χουσεΐν Πασά, τα Σφακιά που μέχρι τότε ήταν φέουδο του ίδιου του Χουσεΐν, υπάγονται στο βακουφικό σύστημα. Και αφιερώνονται στις ιερές πόλεις Μέκκα και Μεδίνα. Στα Σφακιά φαίνεται ότι έμεινε για λίγο καιρό Τούρκος αξιωματούχος. Αλλά κανένας δεν εγκαταστάθηκε μόνιμα. Τους φόρους τους, που ήταν ένα αστείο ποσό για τα εμπορευόμενα ή πειρατικά έστω, Σφακιά, πότε τους πλήρωναν και πότε όχι, οι Σφακιανοί. Πότε με διαμαρτυρίες στον ίδιο τον σουλτάνο και πότε με ζοριλίκι, κατάφερναν να γλιτώνουν.
Στα τουρκικά αρχεία του Μεγάλου Κάστρου, που μετέφρασε ο Ν. Σταυρινίδης, βρίσκουμε οργισμένα φιρμάνια των σουλτάνων, που ζητούν να λήξει αυτή η κατάσταση με τους Σφακιανούς. Να ένα γραμμένο «τη τριακοστή του μηνός Ρετζέπ, του έτους χίλια εκατόν εβδομήκοντα δύο (18-3-1759)», δέκα χρόνια πριν από τα γεγονότα που εξιστορούμε: «…παρά ταύτα, οι ραγιάδες της εν λόγω επαρχίας (Σφακίων) συνεργαζόμενοι στενώς μετά των απίστων εχθρών κουρσάρων και όντες λίαν πανούργοι και δόλιοι, βασιζόμενοι δε και εις το δύσβατον των οδών των και το απρόσιτον της Επαρχίας των και συμπεριφερόμενοι πάντοτε μετά σκαιότητος, αρνούνται… την καταβολήν των φόρων των, προβάλλοντες άρνησιν και εμμονήν και αντίστασιν, συγκεντρωθέντων ούτω εις χείρας των άνω των 40.000 γροσίων… Οσάκις δε απέστειλε (ο έφορος) ανθρώπους εις την Επαρχίαν των διά να ζητήσουν… την πληρωμήν… όχι μόνον δεν επλήρωσαν τούτους, αλλ’ ούτε απάντησιν τινά έδωσαν…».
Σε παλιότερα φιρμάνια βρίσκουμε τις ίδιες κατηγορίες του σουλτάνου για τους Σφακιανούς, που «περιφέρονται ένοπλοι» και περιφρονούν τον νόμον. Κάπου-κάπου οι διαταγές του σουλτάνου γίνονται φιλικές προς τους Σφακιανούς και ορίζουν να μη τους ενοχλεί κανένας, να μη τους υποβάλλουν σε ταλαιπωρίες, όταν κατεβαίνουν απ’ τα βουνά τους ν’ αγοράσουν στάρι.
Αλλά ποια ήταν η κατάσταση το 1769, δηλαδή την εποχή που ο Δασκαλογιάννης προετοίμαζε την επανάστασή του: Οι Τούρκοι κρατούσαν έναν αιώνα την Κρήτη και τρεις αιώνες τον Μοριά και τη Ρούμελη. Τα Σφακιά, όμως, που δεν ησύχασαν ποτέ σ’ όλο το μάκρος της ενετικής κατοχής, είχαν μια περίεργη τύχη. Το 1648, ενώ είχαν υποταχθεί όλες οι γύρω επαρχίες και τα κάστρα ήταν γκρεμισμένα, δίχως το Μεγάλο, οι Σφακιανοί βοηθούσαν τον Ματθαίο Καλλέργη και τους Ενετούς στις επιχειρήσεις του Αλμυρού. Όπως μας λέει ο Τούρκος ιστορικός Ναϊμά, βασιζόμενοι εις το ορεινόν και δύσβατον της επαρχίας των, δεν διήγον φιλησύχως και επί εποχής των απίστων (Ενετών). Για τον λόγο αυτό -συνεχίζει ο ιστορικός- έστειλαν οι Τούρκοι τον Κετχουντά της Ρούμελης Κουτούζ Αλή Αγά, όστις κατέλαβε το φρούριον, καταδιώξας και διασκορπίσας τους απειθείς τούτους (Σφακιανούς). Ο αρχιστράτηγος προσέφερε διάφορα δώρα και επεδαψίλευσε διαφόρους φιλοφρονήσεις εις τον ρηθέντα Αλή Αγάν. Άλλος, όμως, Τούρκος, ο γνωστός μας από την περιήγησή του, ο Εβλιά Τζελεμπή, αναφέρει ότι τα Σφακιά τα πάτησε ο ίδιος ο θρυλικός για το παράστημα και την ανδρεία του Δελή Χουσεΐν Πασάς, ο Γαζής. Μετά λίγα χρόνια, και συγκεκριμένα το 1658, ύστερα από συνομιλίες με τον Χουσεΐν Πασά, τα Σφακιά που μέχρι τότε ήταν φέουδο του ίδιου του Χουσεΐν, υπάγονται στο βακουφικό σύστημα. Και αφιερώνονται στις ιερές πόλεις Μέκκα και Μεδίνα. Στα Σφακιά φαίνεται ότι έμεινε για λίγο καιρό Τούρκος αξιωματούχος. Αλλά κανένας δεν εγκαταστάθηκε μόνιμα. Τους φόρους τους, που ήταν ένα αστείο ποσό για τα εμπορευόμενα ή πειρατικά έστω, Σφακιά, πότε τους πλήρωναν και πότε όχι, οι Σφακιανοί. Πότε με διαμαρτυρίες στον ίδιο τον σουλτάνο και πότε με ζοριλίκι, κατάφερναν να γλιτώνουν.
Στα τουρκικά αρχεία του Μεγάλου Κάστρου, που μετέφρασε ο Ν. Σταυρινίδης, βρίσκουμε οργισμένα φιρμάνια των σουλτάνων, που ζητούν να λήξει αυτή η κατάσταση με τους Σφακιανούς. Να ένα γραμμένο «τη τριακοστή του μηνός Ρετζέπ, του έτους χίλια εκατόν εβδομήκοντα δύο (18-3-1759)», δέκα χρόνια πριν από τα γεγονότα που εξιστορούμε: «…παρά ταύτα, οι ραγιάδες της εν λόγω επαρχίας (Σφακίων) συνεργαζόμενοι στενώς μετά των απίστων εχθρών κουρσάρων και όντες λίαν πανούργοι και δόλιοι, βασιζόμενοι δε και εις το δύσβατον των οδών των και το απρόσιτον της Επαρχίας των και συμπεριφερόμενοι πάντοτε μετά σκαιότητος, αρνούνται… την καταβολήν των φόρων των, προβάλλοντες άρνησιν και εμμονήν και αντίστασιν, συγκεντρωθέντων ούτω εις χείρας των άνω των 40.000 γροσίων… Οσάκις δε απέστειλε (ο έφορος) ανθρώπους εις την Επαρχίαν των διά να ζητήσουν… την πληρωμήν… όχι μόνον δεν επλήρωσαν τούτους, αλλ’ ούτε απάντησιν τινά έδωσαν…».
Σε παλιότερα φιρμάνια βρίσκουμε τις ίδιες κατηγορίες του σουλτάνου για τους Σφακιανούς, που «περιφέρονται ένοπλοι» και περιφρονούν τον νόμον. Κάπου-κάπου οι διαταγές του σουλτάνου γίνονται φιλικές προς τους Σφακιανούς και ορίζουν να μη τους ενοχλεί κανένας, να μη τους υποβάλλουν σε ταλαιπωρίες, όταν κατεβαίνουν απ’ τα βουνά τους ν’ αγοράσουν στάρι.
Αντιφατικά φιρμάνια
Για τα «δοσίματα» αυτά υπάρχουν αρκετά
τούρκικα χαρτιά. Άλλα είναι οργισμένα και άλλα φιλικά. Ο γραμματικός των
Σφακιανών Σγουρομάλλης Νικολός αναγνωρίζει σύμφωνα με έγγραφο του 1767
ότι από το χρέος των Σφακιανών «δεν κατεβλήθη ούτε εν άσπρον ή όβολός
τις… αλλά παραμένει ολόκληρον το ποσόν τούτο εις χρέος των ραγιάδων της
επαρχίας»? και υπόσχεται πληρωμή. Λίγο πριν, σε βασιλικό «Χάττι
Χουμαγιούν» της 19ης Ιουνίου 1765 με το περίφημο ιδιόγραφο «μουτζεπίνιζε
αμέλ ολουνά» (ενεργήσθω συνωδά) του σουλτάνου οριζόταν ότι: «Άμα τη
λήψει, ενεργούντες συμφώνως προς την επί τούτοις εκδοθείσαν διαταγήν
μου… φροντίσατε να σέβεσθε την παλαιόθεν εις τα βακούφια ελευθερίαν… Να
μην επιτρέψητε εις τους δραγουμάνους ή εις άλλον τινά έξωθεν να
προβαίνουν εις ενεργείας αντιβαινούσας τους όρους ανεξαρτησίας αυτών».
Πού σημαίνει ότι δεν ελάμβαναν ειδικά μέτρα κατά των Σφακίων, δεν τα εξαιρούσαν από την ευνοϊκή μεταχείριση των βακουφίων, παρά την άρνηση των Σφακιανών να πληρώνουν φόρους.
Θρύλος αλλά και ιστορία έχουν μια εξήγηση για την αντίφαση: Μια γυναίκα προστάτευε τα Σφακιά μέσα στα σεράγια του Σουλτάνου εκείνο τον καιρό:
«Η εκ των εναρέτων μουσουλμανίδων Φατμά Χατούν, Χανούμ Σουλτάν, είη διαρκής η αγνότης αυτής…», γράφουν τα τεφτέρια.
Όταν τους απειλούσαν οι Τούρκοι, οι μισοί Σφακιανοί έμπαιναν στα καράβια και ανοίγονταν στο πέλαγος και οι άλλοι μισοί ανέβαιναν στα απάτητα βουνά και στα άγρια φαράγγια και δεν μπορούσε κανείς να τους πειράξει. Διαβάζουμε σε φιρμάνι της εποχής:
«Εάν δε, παρ’ ελπίδα, φθάση απεσταλμένος τις εις την επαρχίαν των, οι κατηραμένοι κάτοικοί της και οι υπόλοιποι καπεταναίοι τους διαφεύγουν…».
Στον όρμο του Λουτρού, που ήταν το «κεντρικό λιμάνι» των Σφακίων, υπήρχε πλούτος και μεγαλείο. Στην Ανώπολη της οποίας επίνειο ήταν το Λουτρό, η αρχοντιά ήταν έκδηλη. Και όχι μόνον εκείνη την εποχή. Στα χαρτιά των Ενετών αναφέρεται ένα μεγαλοπρεπές γεύμα του καπετάν Κατσούλη Πατεροζάπα στον γενικό προβλεπτή Κρήτης Γερώνυμο Καπέλο, ο οποίος επιχειρούσε επίσκεψη φιλίας στα Σφακιά το 1608. Στο τραπέζι αυτό, σύμφωνα με τα χαρτιά των Ενετών, ο Ανωπολίτης καπετάνιος άπλωσε τριακόσια αργυρά σκεύη.
Και στη χώρα Σφακίων, στον Ομπρός Γιαλό «με τσ’ εκατόν τις εκκλησιές, τα πλούσια τα σεράγια» κατοικούσαν άρχοντες «καλόσειροι» και ναύτες «παινεμένοι».
Πού σημαίνει ότι δεν ελάμβαναν ειδικά μέτρα κατά των Σφακίων, δεν τα εξαιρούσαν από την ευνοϊκή μεταχείριση των βακουφίων, παρά την άρνηση των Σφακιανών να πληρώνουν φόρους.
Θρύλος αλλά και ιστορία έχουν μια εξήγηση για την αντίφαση: Μια γυναίκα προστάτευε τα Σφακιά μέσα στα σεράγια του Σουλτάνου εκείνο τον καιρό:
«Η εκ των εναρέτων μουσουλμανίδων Φατμά Χατούν, Χανούμ Σουλτάν, είη διαρκής η αγνότης αυτής…», γράφουν τα τεφτέρια.
Όταν τους απειλούσαν οι Τούρκοι, οι μισοί Σφακιανοί έμπαιναν στα καράβια και ανοίγονταν στο πέλαγος και οι άλλοι μισοί ανέβαιναν στα απάτητα βουνά και στα άγρια φαράγγια και δεν μπορούσε κανείς να τους πειράξει. Διαβάζουμε σε φιρμάνι της εποχής:
«Εάν δε, παρ’ ελπίδα, φθάση απεσταλμένος τις εις την επαρχίαν των, οι κατηραμένοι κάτοικοί της και οι υπόλοιποι καπεταναίοι τους διαφεύγουν…».
Στον όρμο του Λουτρού, που ήταν το «κεντρικό λιμάνι» των Σφακίων, υπήρχε πλούτος και μεγαλείο. Στην Ανώπολη της οποίας επίνειο ήταν το Λουτρό, η αρχοντιά ήταν έκδηλη. Και όχι μόνον εκείνη την εποχή. Στα χαρτιά των Ενετών αναφέρεται ένα μεγαλοπρεπές γεύμα του καπετάν Κατσούλη Πατεροζάπα στον γενικό προβλεπτή Κρήτης Γερώνυμο Καπέλο, ο οποίος επιχειρούσε επίσκεψη φιλίας στα Σφακιά το 1608. Στο τραπέζι αυτό, σύμφωνα με τα χαρτιά των Ενετών, ο Ανωπολίτης καπετάνιος άπλωσε τριακόσια αργυρά σκεύη.
Και στη χώρα Σφακίων, στον Ομπρός Γιαλό «με τσ’ εκατόν τις εκκλησιές, τα πλούσια τα σεράγια» κατοικούσαν άρχοντες «καλόσειροι» και ναύτες «παινεμένοι».
Οι πεδινοί αδιαφορούν
Υπάρχουν ακόμη αρκετά πράγματα που πρέπει ν’ αναφέρει κανείς προλογικά:
Υπάρχουν ακόμη αρκετά πράγματα που πρέπει ν’ αναφέρει κανείς προλογικά:
Οι Σφακιανοί είχαν μια άλλοτε σιωπηρή και
άλλοτε αιματηρή αντιδικία με τους πεδινούς Κρητικούς. Ο ιστορικός των
Σφακίων Γρ. Παπαδοπετράκης, φανατικός υπέρ των συμπατριωτών του, ομιλεί
περί εχθρότητος που οφείλετο στην υπεροχή των Σφακιανών, φυλετική και
ψυχολογική. Οι Σφακιανοί ήταν άνδρες ωραίοι, ευσταλείς, γενναίοι και
σχετικώς ευκατάστατοι. Ακόμη και οι εγκατεστημένοι στα «κατωμέρια», με
την ευφυΐα, την εργατικότητα και την ευελιξία τους, υπερείχαν των άλλων.
Δημιουργούσαν περιουσίες και σχέσεις και ξεχώριζαν στις κοινωνίες που
ζούσαν σε όλες τις εποχές. Έγγραφα του καιρού εκείνου ομιλούν για
δολοφονίες Σφακιανών από άλλους Κρητικούς στην περιοχή του Ηρακλείου.
Επίσης αναφέρεται περιστατικό φορολογικής μορφής: Οι Τούρκοι αφαίρεσαν φορολογικά «δελτία» από τα Σφακιά και τα προσέθεσαν σε άλλες επαρχίες. Προφανώς διότι δεν μπορούσαν να τα εισπράξουν οι φορατζήδες.
Ο Δασκαλογιάννης πρέπει να γνώριζε ότι οι πεδινοί Κρητικοί δεν θα σηκώνονταν μαζί του. Ήταν άλλωστε έναν αιώνα άοπλοι και άμαθοι των όπλων, σε αντίθεση με τους δικούς του που οπλοφορούσαν από νήπια. Ακόμη: Στα Σφακιά υπήρχε μία ή και περισσότερες ομάδες καταδρομέων.
Η Ιστορία διασώζει μία με αρχηγό τον Μάρκο, γιο του καπετάν Γιωργάκη. Η ομάδα του Γιωργακομάρκου ρήμαζε τα υποστατικά των αγάδων, πέρα από τα Σφακιά, στα αποκορωνιώτικα και τα ρεθεμνιώτικα χωριά. Έπεφταν τη νύχτα, εξόντωναν τους αγάδες και τους ανθρώπους τους και γύριζαν στα Σφακιά φορτωμένοι με «κούρσος». Ήταν δεινοί νυχτοπολεμιστές και οδοιπόροι. Οι Τούρκοι τους αποκαλούσαν «Σεϊτάν τακιμί» και τον αρχηγό τους Δαιμονάρχη. Οι Σφακιανοί είχαν και μόνιμη αντιδικία με τον μεγάλο γαιοκτήμονα και κτηνοτρόφο Ιμπραήμ Αληδάκι, έναν απόγονο Ενετών εξωμοτών που κρατούσε όλες τις βορινές πλευρές των Σφακιανών βουνών. Είχε στήσει μιτάτα, πάει να πει στάνες, δεκατέσσερις από τα σύνορα του Ρεθύμνου μέχρι τη Μαλάξα, το βουνό που στέκει πάνω από τη Σούδα.
Ο πύργος του, παλιό ενετικό φρούριο, κτισμένο πάνω στη μοναδική έξοδο των Σφακιών, στέγαζε δεκάδες ενόπλους, μεταξύ των οποίων και χριστιανούς. Και οι ποιμένες του είχαν συνεχείς αντιδικίες με τους Σφακιανούς.
Ο Αληδάκις ήταν ο βασικός επιτηρητής των Σφακιανών και ο πληροφοριοδότης των Τούρκων, γι’ αυτό και δεν τον χώνευαν οι άλλοι αγάδες της περιοχής και δεν αντέδρασαν όταν, λίγα χρόνια αργότερα, τον εξόντωσαν οι Σφακιανοί.
Επίσης αναφέρεται περιστατικό φορολογικής μορφής: Οι Τούρκοι αφαίρεσαν φορολογικά «δελτία» από τα Σφακιά και τα προσέθεσαν σε άλλες επαρχίες. Προφανώς διότι δεν μπορούσαν να τα εισπράξουν οι φορατζήδες.
Ο Δασκαλογιάννης πρέπει να γνώριζε ότι οι πεδινοί Κρητικοί δεν θα σηκώνονταν μαζί του. Ήταν άλλωστε έναν αιώνα άοπλοι και άμαθοι των όπλων, σε αντίθεση με τους δικούς του που οπλοφορούσαν από νήπια. Ακόμη: Στα Σφακιά υπήρχε μία ή και περισσότερες ομάδες καταδρομέων.
Η Ιστορία διασώζει μία με αρχηγό τον Μάρκο, γιο του καπετάν Γιωργάκη. Η ομάδα του Γιωργακομάρκου ρήμαζε τα υποστατικά των αγάδων, πέρα από τα Σφακιά, στα αποκορωνιώτικα και τα ρεθεμνιώτικα χωριά. Έπεφταν τη νύχτα, εξόντωναν τους αγάδες και τους ανθρώπους τους και γύριζαν στα Σφακιά φορτωμένοι με «κούρσος». Ήταν δεινοί νυχτοπολεμιστές και οδοιπόροι. Οι Τούρκοι τους αποκαλούσαν «Σεϊτάν τακιμί» και τον αρχηγό τους Δαιμονάρχη. Οι Σφακιανοί είχαν και μόνιμη αντιδικία με τον μεγάλο γαιοκτήμονα και κτηνοτρόφο Ιμπραήμ Αληδάκι, έναν απόγονο Ενετών εξωμοτών που κρατούσε όλες τις βορινές πλευρές των Σφακιανών βουνών. Είχε στήσει μιτάτα, πάει να πει στάνες, δεκατέσσερις από τα σύνορα του Ρεθύμνου μέχρι τη Μαλάξα, το βουνό που στέκει πάνω από τη Σούδα.
Ο πύργος του, παλιό ενετικό φρούριο, κτισμένο πάνω στη μοναδική έξοδο των Σφακιών, στέγαζε δεκάδες ενόπλους, μεταξύ των οποίων και χριστιανούς. Και οι ποιμένες του είχαν συνεχείς αντιδικίες με τους Σφακιανούς.
Ο Αληδάκις ήταν ο βασικός επιτηρητής των Σφακιανών και ο πληροφοριοδότης των Τούρκων, γι’ αυτό και δεν τον χώνευαν οι άλλοι αγάδες της περιοχής και δεν αντέδρασαν όταν, λίγα χρόνια αργότερα, τον εξόντωσαν οι Σφακιανοί.
στο Φραγκοκάστελλο
Παρά τη μυστικότητα, φήμες πως τα Σφακιά
ετοιμάζονταν να σηκωθούν διέτρεχαν τις άγριες ακρογιαλιές, κατέβαιναν
στα βάθη των επτά μεγάλων φαραγγιών και έφταναν ως τις δεκάδες κορυφές,
που υψώνουν το μεγαλείο των Μαδάρων ως δυόμισι χιλιόμετρα ψηλά. Οι
Τούρκοι ήταν φοβισμένοι από τις φήμες για τον ρωσικό στόλο που είχε
κατακλύσει το Αιγαίο. Και περίμεναν ανήσυχοι την έκρηξη.
Κείνο το καλοκαίρι του 1769 ήταν ευτυχισμένο στα Σφακιά. Κουβαλούσαν τα καράβια από τη θάλασσα. Κουβαλούσαν οι «δαιμόνιοι» από τους κάμπους τα έχη των αγάδων και το πανηγύρι του Άι Νικήτα στο Φραγκοκάστελλο ήταν από τα πιο μεγάλα που είδε ο τόπος.
…Στα παράλια του Λιβυκού, στην ανατολική άκρη των Σφακιών, είναι ένας κάμπος μικρός. Κοντά στο κύμα έχουν σηκώσει ένα μικρό κάστρο οι Ενετοί, που το είπαν οι ντόπιοι Φραγκοκάστελλο. Αυτό το Φραγκοκάστελλο το δόξασε, στα 1828, ο Χατζή Μιχάλης Νταλιάννης με τη θυσία του. Κείνη την εποχή το κάστρο ήταν έρημο, μα κοντά του το ρημοκκλήσι του Άι Νικήτα είχε σπουδαίες δόξες. Το πανηγύρι γινόταν στις 15 του Σεπτέμβρη, με μεγάλη επισημότητα. Έφταναν απ’ όλα τα χωριά των Σφακιών και της Ρίζας πανηγυριώτες, με σφάγια και τυριά και μέλια. Έφτανε ο επίσκοπος, ηγούμενοι και παπάδες. Καπετάνιοι, παλικάρια και κοπελούδες. Παλιό λαϊκό τραγούδι αναφέρεται στο πανηγύρι αυτό:
Κείνο το καλοκαίρι του 1769 ήταν ευτυχισμένο στα Σφακιά. Κουβαλούσαν τα καράβια από τη θάλασσα. Κουβαλούσαν οι «δαιμόνιοι» από τους κάμπους τα έχη των αγάδων και το πανηγύρι του Άι Νικήτα στο Φραγκοκάστελλο ήταν από τα πιο μεγάλα που είδε ο τόπος.
…Στα παράλια του Λιβυκού, στην ανατολική άκρη των Σφακιών, είναι ένας κάμπος μικρός. Κοντά στο κύμα έχουν σηκώσει ένα μικρό κάστρο οι Ενετοί, που το είπαν οι ντόπιοι Φραγκοκάστελλο. Αυτό το Φραγκοκάστελλο το δόξασε, στα 1828, ο Χατζή Μιχάλης Νταλιάννης με τη θυσία του. Κείνη την εποχή το κάστρο ήταν έρημο, μα κοντά του το ρημοκκλήσι του Άι Νικήτα είχε σπουδαίες δόξες. Το πανηγύρι γινόταν στις 15 του Σεπτέμβρη, με μεγάλη επισημότητα. Έφταναν απ’ όλα τα χωριά των Σφακιών και της Ρίζας πανηγυριώτες, με σφάγια και τυριά και μέλια. Έφτανε ο επίσκοπος, ηγούμενοι και παπάδες. Καπετάνιοι, παλικάρια και κοπελούδες. Παλιό λαϊκό τραγούδι αναφέρεται στο πανηγύρι αυτό:
«Σα θες να δης και να χαρής όμορφα παλληκάρια
άμε στο Φραγκοκάστελλο να ’ναι τ’ Αγιού Νικήτα.
Να κατεβούν τα δυο χωριά η Νίμπρος και τ’ Ασκύφου
και τ’ άλλα τα γυρόχωρα…
Να δης σγουρούς να δης ξανθούς κι όμορφους κοπελλιάρους.
Να δης ψηλούς για το σπαθί, κοντούς για το ντουφέκι…
με τα μακράν τωνε σκουλιά με τσοι πισωκαυκάλες
τ’ αμπέθια των τα μαλλιαρά και τσ’ ανοιχτές κουτάλες…
Μετά τη μεγάλη λειτουργία κάθιζε γύρω στα καζάνια ο λαός, έτρωε, έπινε και τραγουδούσε. Ήταν βρασμένα τα τασιμάρικα σφαχτά, απλωμένα τα τυριά, οι μυζήθρες. Οι Σφακιανοί αγαπούν το βραστό κρέας με το μέλι. Αγαπούν και το κρασί. Το κέφι άναβε ευθύς και χαλούσε ο κόσμος από το ντουφεκίδι. Το απομεσήμερο άρχιζαν τ’ αγωνίσματα. Με τάξη τα παλικάρια, κάτω απ’ τ’ αυστηρά μάτια των γερόντων έτρεχαν, πηδούσαν έριχναν στο σημάδι, πετούσαν το βόλι κατά τον τρόπο τον κρητικό και το λιθάρι. Οι γέροι έβγαζαν κρίση και βράβευαν τους νικητές. Δουλειά δύσκολη κι επικίνδυνη γιατί ξεσπούσαν καβγάδες ανάμεσα στους οπλισμένους νέους. Ήταν οι Ολυμπιακοί αγώνες των Σφακιανών.
Αλλά χειμώνιαζε πια και τα σφακιανά κοπάδια έπρεπε να ετοιμάζονται να κατεβούν στα χειμαδιά. Όσοι βοσκοί είχαν τα χειμαδιά τους κοντά στα Σφακιά δεν είχαν ανησυχία καμιά. Οι άλλοι, που έπρεπε να περάσουν τα πρόβατα στα κατωμέρια, δείλιαζαν. Τους καθησύχασε όμως ο δάσκαλος που πίστευε ότι δεν θα τους χτυπήσουν πρώτοι οι Τούρκοι ειδικά τους Σφακιανούς. Στον Μοριά και στις άλλες ελληνικές περιοχές οι σφαγές είχαν ήδη εκδηλωθεί.
άμε στο Φραγκοκάστελλο να ’ναι τ’ Αγιού Νικήτα.
Να κατεβούν τα δυο χωριά η Νίμπρος και τ’ Ασκύφου
και τ’ άλλα τα γυρόχωρα…
Να δης σγουρούς να δης ξανθούς κι όμορφους κοπελλιάρους.
Να δης ψηλούς για το σπαθί, κοντούς για το ντουφέκι…
με τα μακράν τωνε σκουλιά με τσοι πισωκαυκάλες
τ’ αμπέθια των τα μαλλιαρά και τσ’ ανοιχτές κουτάλες…
Μετά τη μεγάλη λειτουργία κάθιζε γύρω στα καζάνια ο λαός, έτρωε, έπινε και τραγουδούσε. Ήταν βρασμένα τα τασιμάρικα σφαχτά, απλωμένα τα τυριά, οι μυζήθρες. Οι Σφακιανοί αγαπούν το βραστό κρέας με το μέλι. Αγαπούν και το κρασί. Το κέφι άναβε ευθύς και χαλούσε ο κόσμος από το ντουφεκίδι. Το απομεσήμερο άρχιζαν τ’ αγωνίσματα. Με τάξη τα παλικάρια, κάτω απ’ τ’ αυστηρά μάτια των γερόντων έτρεχαν, πηδούσαν έριχναν στο σημάδι, πετούσαν το βόλι κατά τον τρόπο τον κρητικό και το λιθάρι. Οι γέροι έβγαζαν κρίση και βράβευαν τους νικητές. Δουλειά δύσκολη κι επικίνδυνη γιατί ξεσπούσαν καβγάδες ανάμεσα στους οπλισμένους νέους. Ήταν οι Ολυμπιακοί αγώνες των Σφακιανών.
Αλλά χειμώνιαζε πια και τα σφακιανά κοπάδια έπρεπε να ετοιμάζονται να κατεβούν στα χειμαδιά. Όσοι βοσκοί είχαν τα χειμαδιά τους κοντά στα Σφακιά δεν είχαν ανησυχία καμιά. Οι άλλοι, που έπρεπε να περάσουν τα πρόβατα στα κατωμέρια, δείλιαζαν. Τους καθησύχασε όμως ο δάσκαλος που πίστευε ότι δεν θα τους χτυπήσουν πρώτοι οι Τούρκοι ειδικά τους Σφακιανούς. Στον Μοριά και στις άλλες ελληνικές περιοχές οι σφαγές είχαν ήδη εκδηλωθεί.
Η επανάσταση αρχίζει.
Ο Δασκαλογιάννης αφού ξεπέρασε τους
ενδοιασμούς των καπεταναίων, και αφού τους βεβαίωσε ότι ο Μόσκοβος
μάχεται κιόλας στα ελληνικά νερά, έφυγε για την Αδριατική και γύρισε τα
Χριστούγεννα του ίδιου χρόνου φορτωμένος όπλα και ελπίδες. «Μεσούντος
του μηνός Σιεβάλ», δηλαδή το τέλος Ιανουαρίου 1770, οι Τούρκοι των
Χανίων αναφέρουν στον σουλτάνο ότι, όπως αποκαλύπτουν «εξ αλλεπαλλήλων
πηγών γραπταί πληροφορίαι», δεκάδες ρούσικα πλοία εισέβαλαν στη Μεσόγειο
από το Γιβραλτάρ. Φήμες αλλά και αληθινές ειδήσεις πήγαιναν και ήρχοντο
ανάμεσα στα Χανιά και την Κωνσταντινούπολη. Οι πασάδες της Κρήτης
πανικόβλητοι απαγόρευσαν στους Χριστιανούς να φορούν ρούχα όμοια με των
Τούρκων. Στις πόρτες τους χάραξαν διακριτικά σημάδια…
Μετά τις καθιερωμένες συνελεύσεις στις οποίες όλοι οι «άνδρες των αρμάτων» ψήφιζαν, στις αυλές της Παναγίας της Θυμιανής, πόλεμο ή ειρήνη, οι καπετάνιοι κίνησαν, φανερά πλέον, τις προπαρασκευές. Με πρόσχημα το Πάσχα, έφευγαν από τα Κάστρα και τα πεδινά χωριά οι Σφακιανοί «άποικοι» και μαζεύονταν στα Σφακιά για να αρματωθούν και να καταταχθούν στα επαναστατικά σώματα. Τουρκικό έγγραφο επισημαίνει ότι οι άπιστοι αυτοί «ανεχώρησαν κρυφίως εκ των χωρίων όπου διέμενον και συνεκεντρώθησαν άπαντες εις την επαρχίαν Σφακίων». Αλλά κανένας άλλος «κατωμερίτης» δεν κινήθηκε.
Σύμφωνα με τον λαϊκό ποιητή «Μπάρμπα Μπατζελιό», τον όμηρο του Δασκαλογιάννη, «μια μέρα τ’ Απριλιού, ως το κολατσιδάκι» οι Σφακιανοί οργάνωσαν το στρατόπεδό τους στο μικρό οροπέδιο Κράπη, στην έξοδο του φαραγγιού του Κατρέ, στα σύνορα με τον Αποκόρωνα. Αλλά οι πληροφορίες του Μπατζελιού δεν είναι πάντα ακριβείς. Οι επαναστατικές ενέργειες είχαν αρχίσει από πριν. Ασύδοτοι και ασυγκράτητοι νεαροί επαναστάτες είχαν οργανώσει συστηματικές επιθέσεις κατά των αγάδων. Την 25 Μαρτίου 1770, μια μέρα που αργότερα θα γίνει εθνικό σύμβολο, δεκάδες παπάδες πάνοπλοι και δύο χιλιάδες επαναστάτες με τους καπετάνιους τους, ύστερα από μια πανηγυρική λειτουργία μετά των απαραιτήτων πυροβολισμών, κήρυξαν την επανάσταση. Αρχηγοί των επαναστατών, εκτός από τον Δασκαλογιάννη αναφέρονται ο Μανούσακας, ο Γιωργάκης, ο Βουρδουμπάς, ο Χούρδος, ο Μπουνάτος, ο παπα Σήφης, ο Βολούδης, ο Μωράκης, ο Σκορδίλης και αρκετοί άλλοι -οι Σφακιανοί είχαν από τότε το πάθος για το καπετανιλίκι…
Μετά τις καθιερωμένες συνελεύσεις στις οποίες όλοι οι «άνδρες των αρμάτων» ψήφιζαν, στις αυλές της Παναγίας της Θυμιανής, πόλεμο ή ειρήνη, οι καπετάνιοι κίνησαν, φανερά πλέον, τις προπαρασκευές. Με πρόσχημα το Πάσχα, έφευγαν από τα Κάστρα και τα πεδινά χωριά οι Σφακιανοί «άποικοι» και μαζεύονταν στα Σφακιά για να αρματωθούν και να καταταχθούν στα επαναστατικά σώματα. Τουρκικό έγγραφο επισημαίνει ότι οι άπιστοι αυτοί «ανεχώρησαν κρυφίως εκ των χωρίων όπου διέμενον και συνεκεντρώθησαν άπαντες εις την επαρχίαν Σφακίων». Αλλά κανένας άλλος «κατωμερίτης» δεν κινήθηκε.
Σύμφωνα με τον λαϊκό ποιητή «Μπάρμπα Μπατζελιό», τον όμηρο του Δασκαλογιάννη, «μια μέρα τ’ Απριλιού, ως το κολατσιδάκι» οι Σφακιανοί οργάνωσαν το στρατόπεδό τους στο μικρό οροπέδιο Κράπη, στην έξοδο του φαραγγιού του Κατρέ, στα σύνορα με τον Αποκόρωνα. Αλλά οι πληροφορίες του Μπατζελιού δεν είναι πάντα ακριβείς. Οι επαναστατικές ενέργειες είχαν αρχίσει από πριν. Ασύδοτοι και ασυγκράτητοι νεαροί επαναστάτες είχαν οργανώσει συστηματικές επιθέσεις κατά των αγάδων. Την 25 Μαρτίου 1770, μια μέρα που αργότερα θα γίνει εθνικό σύμβολο, δεκάδες παπάδες πάνοπλοι και δύο χιλιάδες επαναστάτες με τους καπετάνιους τους, ύστερα από μια πανηγυρική λειτουργία μετά των απαραιτήτων πυροβολισμών, κήρυξαν την επανάσταση. Αρχηγοί των επαναστατών, εκτός από τον Δασκαλογιάννη αναφέρονται ο Μανούσακας, ο Γιωργάκης, ο Βουρδουμπάς, ο Χούρδος, ο Μπουνάτος, ο παπα Σήφης, ο Βολούδης, ο Μωράκης, ο Σκορδίλης και αρκετοί άλλοι -οι Σφακιανοί είχαν από τότε το πάθος για το καπετανιλίκι…
«Μολών Λαβέ»
Ο Δασκαλογιάννης με τους δικούς του
κατέβηκε στον Αποκόρωνα, οπλισμένος αυτή τη φορά. Και στο κεφάλι του
τύλιξε μαύρο κεφαλομάντιλο στη θέση του ναυτικού καλπακιού. Άλλοι
καπετάνιοι πέρασαν στα Ρεθεμνιώτικα. Ο Δασκαλογιάννης έφτασε στη Μαλάξα
και με το ναυτικό κανοκιάλι ερευνούσε το κρητικό πέλαγος για να
ανακαλύψει τα ρούσικα καράβια που περίμενε. Λίγες μέρες πριν είχε
απαντήσει με ένα «Μολών Λαβέ» στους απεσταλμένους των Τούρκων,
ιερωμένους, που έφερναν πρόταση συνδιαλλαγής: «Κατ’ ουδένα τρόπον
ησυχάζομεν!»
Το τουρκικό κράτος, βαρυκίνητο ως συνήθως, άργησε κάπως να αντιδράσει. Η πληροφορία του Μπατζελιού ότι «Στσ’ είκοσιέξε τ’ Απριλιού, πρίχου σηκώσει η μέρα – μπαίνουν οι Τούρκοι στα Σφακιά με το σπαθί στη χέρα» είναι τελείως ανακριβής. Ο σουλτάνος είχε πληροφορηθεί από τις 10 Απριλίου τις κινητοποιήσεις του Δασκαλογιάννη. Αλλά δεν ήθελε να κινηθεί χωρίς να εξακριβώσει τις πληροφορίες. Στις 7 Μαΐου του 1770 έφτασε στο Μεγάλο Κάστρο αυτοκρατορικό φιρμάνι που όριζε: «Αν εξακριβώσητε ότι πράγματι ούτοι (οι Σφακιανοί) τυγχάνουσι επαναστάτες και στασιαστές, ενισχύουν δε τους εχθρούς της πίστεως και προβαίνουν εις πράξεις ανατρεπτικάς… τότε πάντες υμείς εν ομοφωνία εκστρατεύσατε εναντίον τους και προβήτε εις την σφαγήν και τον αφανισμόν αυτών…».
Στο μεταξύ οι επαναστάτες εξόντωναν τους Κρητότουρκους του κάμπου και τις φρουρές των μικρών πύργων.
Κατά τα τουρκικά αρχεία, στις 28 Μαΐου ο αρχηγός του στρατού που είχε εντολή να χτυπήσει τους επαναστάτες αναφέρει ότι οι προσπάθειές του να ησυχάσει τους Σφακιανούς απέτυχαν. Ο ηγούμενος του Πρέβελη και ο επίσκοπος Αρκαδίας (Μεσαράς) που έστειλε για συμφωνίες εκδιώχθηκαν από τον Δασκαλογιάννη. Οι μάχες με τον στρατό που συγκεντρώθηκε στις Βρύσες άρχισαν τις ύστερες μέρες του Μαΐου. Οι τουρκικές δυνάμεις χτυπούσαν τα Σφακιά από δυο μέρη. Από την ανατολική διάβαση, περιοχή Τσιλίβδικα – Καλλικράτης. Και, κατά μέτωπον, από την Κράπη προς Ξυλόδεμα. Οι συγκρούσεις συνεχίζονταν νύχτα και μέρα και το αίμα πλημμύριζε τα αυχμηρά βουνά και το ιστορικό λαγκάδι του Κατρέ. Οι πρώτοι νεκροί όμως δεν ήταν ούτε Τούρκοι, ούτε επαναστάτες. Ήταν Χριστιανοί άμαχοι που οι Τούρκοι χρησιμοποιούσαν για μεταφορείς, -σακουλιέρηδες- και τους έστηναν μπροστά από τα δικά τους τμήματα για να δεχθούν πρώτοι τα πυρά των επαναστατών.
Το τουρκικό κράτος, βαρυκίνητο ως συνήθως, άργησε κάπως να αντιδράσει. Η πληροφορία του Μπατζελιού ότι «Στσ’ είκοσιέξε τ’ Απριλιού, πρίχου σηκώσει η μέρα – μπαίνουν οι Τούρκοι στα Σφακιά με το σπαθί στη χέρα» είναι τελείως ανακριβής. Ο σουλτάνος είχε πληροφορηθεί από τις 10 Απριλίου τις κινητοποιήσεις του Δασκαλογιάννη. Αλλά δεν ήθελε να κινηθεί χωρίς να εξακριβώσει τις πληροφορίες. Στις 7 Μαΐου του 1770 έφτασε στο Μεγάλο Κάστρο αυτοκρατορικό φιρμάνι που όριζε: «Αν εξακριβώσητε ότι πράγματι ούτοι (οι Σφακιανοί) τυγχάνουσι επαναστάτες και στασιαστές, ενισχύουν δε τους εχθρούς της πίστεως και προβαίνουν εις πράξεις ανατρεπτικάς… τότε πάντες υμείς εν ομοφωνία εκστρατεύσατε εναντίον τους και προβήτε εις την σφαγήν και τον αφανισμόν αυτών…».
Στο μεταξύ οι επαναστάτες εξόντωναν τους Κρητότουρκους του κάμπου και τις φρουρές των μικρών πύργων.
Κατά τα τουρκικά αρχεία, στις 28 Μαΐου ο αρχηγός του στρατού που είχε εντολή να χτυπήσει τους επαναστάτες αναφέρει ότι οι προσπάθειές του να ησυχάσει τους Σφακιανούς απέτυχαν. Ο ηγούμενος του Πρέβελη και ο επίσκοπος Αρκαδίας (Μεσαράς) που έστειλε για συμφωνίες εκδιώχθηκαν από τον Δασκαλογιάννη. Οι μάχες με τον στρατό που συγκεντρώθηκε στις Βρύσες άρχισαν τις ύστερες μέρες του Μαΐου. Οι τουρκικές δυνάμεις χτυπούσαν τα Σφακιά από δυο μέρη. Από την ανατολική διάβαση, περιοχή Τσιλίβδικα – Καλλικράτης. Και, κατά μέτωπον, από την Κράπη προς Ξυλόδεμα. Οι συγκρούσεις συνεχίζονταν νύχτα και μέρα και το αίμα πλημμύριζε τα αυχμηρά βουνά και το ιστορικό λαγκάδι του Κατρέ. Οι πρώτοι νεκροί όμως δεν ήταν ούτε Τούρκοι, ούτε επαναστάτες. Ήταν Χριστιανοί άμαχοι που οι Τούρκοι χρησιμοποιούσαν για μεταφορείς, -σακουλιέρηδες- και τους έστηναν μπροστά από τα δικά τους τμήματα για να δεχθούν πρώτοι τα πυρά των επαναστατών.
Οι Τούρκοι εισβάλλουν
Η υπεροχή των Τούρκων σε αριθμό και η
απουσία βοήθειας ανάγκασαν τον Δασκαλογιάννη να αναδιπλωθεί στα βουνά
και τα περάσματα. Ο αρχηγός, απογοητευμένος από την απατηλή στάση των
Ρώσων, συγκέντρωσε όλα τα τμήματα στις πύλες των Σφακιών. Ο Τούρκος
σερασκέρης αναφέρει γραπτώς στον πασά του Μεγάλου Κάστρου την 20ή του
μηνός Σαφέρ, 1184, δηλαδή την 6η Ιουνίου 1770 ότι «ο στρατός έφθασε εις
την επαρχίαν Σφακίων» και επετέθη «κατά των ληστών» με τηλεβόλα,
τουφέκια και λοιπά πολεμικά όργανα (;) κατασφάζων και εξολοθρεύων
αυτούς».
Ο αγώνας ήταν σκληρός και άνισος. Αλλά ο τόπος ευνοούσε τους επαναστάτες. Οι Τούρκοι έπρεπε να περάσουν από φαράγγια και άνυδρα βουνά. Οι Σφακιανοί τους περίμεναν παντού, τους αιφνιδίαζαν, κυλούσαν ακόμη και βράχους από τις πλαγιές και τους αποδεκάτιζαν. Οι στρατιώτες που προχωρούσαν συντεταγμένοι μαζί με τα υποζύγια δεν μπορούσαν να αμυνθούν σ’ αυτή την πρωτοφανή μορφή πολέμου. Οι μέρες περνούσαν. Δίψα και ζέστη βασάνιζε τους εισβολείς. Οι Σφακιανοί έδιδαν και μάχες «εκ παρατάξεως» στην είσοδο κάθε χωριού. Οι Τούρκοι περνούσαν αφήνοντας εκατοντάδες νεκρούς στα λαγκοπεράματα και στα ποροφάραγγα.
Ιστορικοί μιλούν για χιλιάδες νεκρούς. Οι Σφακιανοί φόρτωσαν τα μισά γυναικόπαιδα στα καράβια και τα άλλα τα κατέβασαν στα φαράγγια. Και αφού υπεράσπισαν με ηρωισμό και τον τελευταίο οικισμό, άρχισαν τον φονικό κλεφτοπόλεμο. Όμως σε μια επιδρομή στο Λουτρό οι Τούρκοι αιχμαλώτισαν την πρώτη κόρη του Δασκαλογιάννη, τη Μαρία, από κακή συνεννόηση με τους ανθρώπους του πατέρα της. Και ο Δάσκαλος πικράθηκε. Οι Τούρκοι μαζεύτηκαν χαμηλά και στρατοπέδευσαν στο Φραγκοκάστελλο όπου υπάρχει νερό γιατί οι Σφακιανοί δηλητηρίασαν όλα τα πηγάδια της περιοχής. Και από κει με επιδρομές και ενέδρες προσπαθούσαν να συλλάβουν τον Δασκαλογιάννη. Η εντολή του πασά ήταν ρητή: Να συλληφθεί ζωντανός ο αρχηγός. Αλλιώς ο στρατός, παρά τις απώλειες και τις δαπάνες, δεν θα έφευγε από τα Σφακιά.
Αλλά και οι Σφακιανοί βρίσκονταν σε τραγική θέση. Όλα τα χωριά καμένα. Τα κοπάδια, τα σπίτια, οι σοδειές λεηλατημένες. Και έφταναν οι ψυχρές μέρες του Φθινοπώρου. Σε λίγο θα κατέβαιναν χιόνια στα βουνά. Οι θάλασσες θα αγρίευαν. Τα γυναικόπαιδα θα αφανίζονταν. Μέσα σ’ αυτό το τρομερό κλίμα, ο Δασκαλογιάννης αποφάσισε να δεχθεί τις επίμονες προτάσεις των πασάδων. Οι κήρυκες κραύγαζαν κάθε μέρα:
– Αν παραδοθεί ο Δασκαλογιάννης, εμείς θα φύγουμε από τα Σφακιά και θα χορηγήσουμε γενική αμνηστία. Ο Δασκαλογιάννης θα κρατηθεί για ένα διάστημα σαν εγγύηση ότι δεν θα συνεχισθεί η επανάσταση!
Ο Δάσκαλος παραδίδεταιΟ αγώνας ήταν σκληρός και άνισος. Αλλά ο τόπος ευνοούσε τους επαναστάτες. Οι Τούρκοι έπρεπε να περάσουν από φαράγγια και άνυδρα βουνά. Οι Σφακιανοί τους περίμεναν παντού, τους αιφνιδίαζαν, κυλούσαν ακόμη και βράχους από τις πλαγιές και τους αποδεκάτιζαν. Οι στρατιώτες που προχωρούσαν συντεταγμένοι μαζί με τα υποζύγια δεν μπορούσαν να αμυνθούν σ’ αυτή την πρωτοφανή μορφή πολέμου. Οι μέρες περνούσαν. Δίψα και ζέστη βασάνιζε τους εισβολείς. Οι Σφακιανοί έδιδαν και μάχες «εκ παρατάξεως» στην είσοδο κάθε χωριού. Οι Τούρκοι περνούσαν αφήνοντας εκατοντάδες νεκρούς στα λαγκοπεράματα και στα ποροφάραγγα.
Ιστορικοί μιλούν για χιλιάδες νεκρούς. Οι Σφακιανοί φόρτωσαν τα μισά γυναικόπαιδα στα καράβια και τα άλλα τα κατέβασαν στα φαράγγια. Και αφού υπεράσπισαν με ηρωισμό και τον τελευταίο οικισμό, άρχισαν τον φονικό κλεφτοπόλεμο. Όμως σε μια επιδρομή στο Λουτρό οι Τούρκοι αιχμαλώτισαν την πρώτη κόρη του Δασκαλογιάννη, τη Μαρία, από κακή συνεννόηση με τους ανθρώπους του πατέρα της. Και ο Δάσκαλος πικράθηκε. Οι Τούρκοι μαζεύτηκαν χαμηλά και στρατοπέδευσαν στο Φραγκοκάστελλο όπου υπάρχει νερό γιατί οι Σφακιανοί δηλητηρίασαν όλα τα πηγάδια της περιοχής. Και από κει με επιδρομές και ενέδρες προσπαθούσαν να συλλάβουν τον Δασκαλογιάννη. Η εντολή του πασά ήταν ρητή: Να συλληφθεί ζωντανός ο αρχηγός. Αλλιώς ο στρατός, παρά τις απώλειες και τις δαπάνες, δεν θα έφευγε από τα Σφακιά.
Αλλά και οι Σφακιανοί βρίσκονταν σε τραγική θέση. Όλα τα χωριά καμένα. Τα κοπάδια, τα σπίτια, οι σοδειές λεηλατημένες. Και έφταναν οι ψυχρές μέρες του Φθινοπώρου. Σε λίγο θα κατέβαιναν χιόνια στα βουνά. Οι θάλασσες θα αγρίευαν. Τα γυναικόπαιδα θα αφανίζονταν. Μέσα σ’ αυτό το τρομερό κλίμα, ο Δασκαλογιάννης αποφάσισε να δεχθεί τις επίμονες προτάσεις των πασάδων. Οι κήρυκες κραύγαζαν κάθε μέρα:
– Αν παραδοθεί ο Δασκαλογιάννης, εμείς θα φύγουμε από τα Σφακιά και θα χορηγήσουμε γενική αμνηστία. Ο Δασκαλογιάννης θα κρατηθεί για ένα διάστημα σαν εγγύηση ότι δεν θα συνεχισθεί η επανάσταση!
Οι προτάσεις των Τούρκων ίσως επηρέασαν
και κάποιους αμάχους που βασανίζονταν στα σπήλαια με μύριες στερήσεις.
Την ίδια ώρα ο Δασκαλογιάννης μάθαινε τη συντριβή του σηκωμού στον
Μοριά. Ελπίδα δεν υπήρχε. Γνώριζε βέβαια ότι οι Τούρκοι θα τον σκότωναν.
Αλλά σαν υπεύθυνος ηγέτης σκεπτόταν κατά τον ποιητή:
«Ο ποθαμός μου στα Σφακιά πολύ καλό θα φέρει,
γιατί ο χειμώνας έρχεται, πάει το καλοκαίρι».
Τελικά, παρά τις αντιδράσεις των πρωτοκαπετάνιων του, αποφάσισε να παραδοθεί. Τον συνόδευσαν μάλιστα τιμητικά και αρκετοί από τους συντρόφους του ως τα σύνορα των Σφακιών. Αλλά οι Τούρκοι τους παγίδευσαν όλους και τους οδήγησαν στο Μεγάλο Κάστρο.
Οι Τούρκοι όσον καιρό κρατούσαν τον Δασκαλογιάννη προσπάθησαν χωρίς επιτυχία να παγιδεύσουν και τον τρίτο αδελφό του και να βάλουν στο χέρι τους… θησαυρούς του αρχηγού. Οι σύντροφοι του Δασκάλου που τον συνόδευσαν στην απατηλή συμφωνία βασανίζονταν στον λιμανόπυργο του Κάστρου, αλλά τελικά όσοι επέζησαν δραπέτευσαν.
Ένα έγγραφο του πασά, γραμμένο στις 18 Μαρτίου του 1771 (3 Ζηλκαδέ 1184), μιλεί για πέντε Σφακιανούς που ήρθαν σαν αντιπρόσωποι «των μετά την ήτταν διασωθέντων μικρών και μεγάλων της επαρχίας Σφακίων» και προστάζει τους Τούρκους αξιωματούχους να τους ανακοινώσουν τους παρακάτω όρους, στο Ιεροδικαστικό Συμβούλιο: Να πληρώσουν τους φόρους. Να παραδώσουν τα όπλα τους. Να παραδοθούν οι πρωτεργάτες του σηκωμού. Να μη συνεργάζονται με τους πειρατές και τους χαΐνηδες (αντάρτες) και να συλλάβουν όσους μπορούν απ’ αυτούς, ή να τους διώξουν από τα βουνά τους για να μπορούν να τους εξοντώσουν οι Τούρκοι. Να μην επιδιορθώνουν τις εκκλησίες τους χωρίς άδεια και να μη χτίζουν καινούργιες. Να μη φορούν τούρκικα ρούχα, να μη χτίζουν ψηλά σπίτια, να απέχουν από πολεμικές ενέργειες και θρησκευτικές επιδείξεις. Και «πάντες οι προλαβόντως αιχμάλωτοι και εξανδραποδισθέντες, Μουσουλμάνοι και μη, οι καταφυγόντες εντεύθεν εις τα μέρη εκείνα, να αποδοθούν άνευ ταλαιπωριών εις τους κατόχους των».
Αυτός ο τελευταίος όρος είναι παράξενος και κατά κάποιο τρόπο επιβεβαιώνει μερικές ιστορίες του λαού για τις κοινωνικές πεποιθήσεις του Δασκαλογιάννη: Για ελευθέρωση των σκλάβων όλων, για δικαιοσύνη και ισότητα. Είναι τόσο ισχνές οι ιστορίες αυτές, που δεν μπορούν να αναστηθούν, με όση καλή διάθεση. Ο Δάσκαλος, ωστόσο, ταξίδευε στην Ευρώπη συχνά και τα χρόνια εκείνα όλα τα αστικά κέντρα της φλέγονταν από τις «καινούργιες ιδέες». Δεν είναι απίθανο, λοιπόν…
Η διαταγή του πασά, με τους νέους όρους, δίδει οδηγίες στον μουφτή να ανακοινώσει «πάντα ταύτα εις τους ως είρηται ισχυρογνώμονας και να αποδεχθώσιν υπό τους όρους τούτους την υποτέλειαν… να υποδείξωσι τους εγγυητάς των κλπ.». Τους αποδέχθηκαν, δεν τους αποδέχθηκαν, δεν ξέρουμε. Μα και δεν έχει καμιά σημασία η υπογραφή των πέντε αυτών, αφού τέσσερα χρόνια από την παράδοση του Δασκαλογιάννη, τα Σφακιά είναι «επί ποδός πολέμου» ακόμη και δεν ξέρουμε αν σταμάτησε ποτέ από τότε η ανταρσία.
«Ο ποθαμός μου στα Σφακιά πολύ καλό θα φέρει,
γιατί ο χειμώνας έρχεται, πάει το καλοκαίρι».
Τελικά, παρά τις αντιδράσεις των πρωτοκαπετάνιων του, αποφάσισε να παραδοθεί. Τον συνόδευσαν μάλιστα τιμητικά και αρκετοί από τους συντρόφους του ως τα σύνορα των Σφακιών. Αλλά οι Τούρκοι τους παγίδευσαν όλους και τους οδήγησαν στο Μεγάλο Κάστρο.
Οι Τούρκοι όσον καιρό κρατούσαν τον Δασκαλογιάννη προσπάθησαν χωρίς επιτυχία να παγιδεύσουν και τον τρίτο αδελφό του και να βάλουν στο χέρι τους… θησαυρούς του αρχηγού. Οι σύντροφοι του Δασκάλου που τον συνόδευσαν στην απατηλή συμφωνία βασανίζονταν στον λιμανόπυργο του Κάστρου, αλλά τελικά όσοι επέζησαν δραπέτευσαν.
Ένα έγγραφο του πασά, γραμμένο στις 18 Μαρτίου του 1771 (3 Ζηλκαδέ 1184), μιλεί για πέντε Σφακιανούς που ήρθαν σαν αντιπρόσωποι «των μετά την ήτταν διασωθέντων μικρών και μεγάλων της επαρχίας Σφακίων» και προστάζει τους Τούρκους αξιωματούχους να τους ανακοινώσουν τους παρακάτω όρους, στο Ιεροδικαστικό Συμβούλιο: Να πληρώσουν τους φόρους. Να παραδώσουν τα όπλα τους. Να παραδοθούν οι πρωτεργάτες του σηκωμού. Να μη συνεργάζονται με τους πειρατές και τους χαΐνηδες (αντάρτες) και να συλλάβουν όσους μπορούν απ’ αυτούς, ή να τους διώξουν από τα βουνά τους για να μπορούν να τους εξοντώσουν οι Τούρκοι. Να μην επιδιορθώνουν τις εκκλησίες τους χωρίς άδεια και να μη χτίζουν καινούργιες. Να μη φορούν τούρκικα ρούχα, να μη χτίζουν ψηλά σπίτια, να απέχουν από πολεμικές ενέργειες και θρησκευτικές επιδείξεις. Και «πάντες οι προλαβόντως αιχμάλωτοι και εξανδραποδισθέντες, Μουσουλμάνοι και μη, οι καταφυγόντες εντεύθεν εις τα μέρη εκείνα, να αποδοθούν άνευ ταλαιπωριών εις τους κατόχους των».
Αυτός ο τελευταίος όρος είναι παράξενος και κατά κάποιο τρόπο επιβεβαιώνει μερικές ιστορίες του λαού για τις κοινωνικές πεποιθήσεις του Δασκαλογιάννη: Για ελευθέρωση των σκλάβων όλων, για δικαιοσύνη και ισότητα. Είναι τόσο ισχνές οι ιστορίες αυτές, που δεν μπορούν να αναστηθούν, με όση καλή διάθεση. Ο Δάσκαλος, ωστόσο, ταξίδευε στην Ευρώπη συχνά και τα χρόνια εκείνα όλα τα αστικά κέντρα της φλέγονταν από τις «καινούργιες ιδέες». Δεν είναι απίθανο, λοιπόν…
Η διαταγή του πασά, με τους νέους όρους, δίδει οδηγίες στον μουφτή να ανακοινώσει «πάντα ταύτα εις τους ως είρηται ισχυρογνώμονας και να αποδεχθώσιν υπό τους όρους τούτους την υποτέλειαν… να υποδείξωσι τους εγγυητάς των κλπ.». Τους αποδέχθηκαν, δεν τους αποδέχθηκαν, δεν ξέρουμε. Μα και δεν έχει καμιά σημασία η υπογραφή των πέντε αυτών, αφού τέσσερα χρόνια από την παράδοση του Δασκαλογιάννη, τα Σφακιά είναι «επί ποδός πολέμου» ακόμη και δεν ξέρουμε αν σταμάτησε ποτέ από τότε η ανταρσία.
Τον έγδαραν ζωντανό
Στις 17 Ιουνίου 1771 το πρωί, ο πασάς φώναξε ένα βάρβαρο γιανίτσαρο, ειδικό στους βασανισμούς, και του παράδωσε τον Δάσκαλο.
– Θέλω το θάνατο σκληρό και στη μεγάλη πλατεία.
Ο «ειδικός» κάλεσε σε σύσκεψη την παρέα του και βρήκαν τον τρόπο που θα σκότωναν τον Δάσκαλο. Τον έσυραν στους δρόμους. Μαζεύτηκαν τα μπουλούκια απ’ όλες τις γειτονιές. Άκουσαν οι Χριστιανοί τη βοή να σηκώνεται από τις τέσσερις άκρες της πολιτείας και μαντάλωσαν τα σπίτια τους. Οι φονιάδες ξεκίνησαν για την πλατεία της ανατολικής πύλης του Μεγάλου Κάστρου. Ακ Μεϊτάν την έλεγαν οι Τούρκοι. Μπροστά έσερναν τον μελλοθάνατο και πίσω ακολουθούσαν άγριοι και πολεμικοί, οι ηρωικοί γιανίτσαροι, έτοιμοι να δείξουν την ανδρεία τους πάνω στον δεμένο Δασκαλογιάννη. Ήρθαν μαραγκοί, έμπηξαν τέσσερις πασσάλους στο χώμα, κάρφωσαν σανίδες κι έκαναν ένα κάθισμα ψηλό.
– Γιάε που θα σε κάτσω, Δάσκαλε. Στο θρόνο, σαν το μητροπολίτη, έλεγε ο δήμιος.
Ο Δάσκαλος άκουε και δε μιλούσε. Είχε το κεφάλι ίσιο όσο γινόταν. Κείνη την ώρα, στην πλατεία του Μεγάλου Κάστρου, ένιωθε πως κρινόταν η Κρήτη στο πρόσωπό του κι έκανε κουράγιο κι έσφιγγε τα δόντια του να μην την προσβάλει. Με τον φριχτό θάνατο που του ετοίμαζαν οι Τούρκοι, λογάριαζαν πως θα γελοιοποιούσαν τον πρώτο επαναστάτη της Κρήτης. Αυτό το καταλάβαινε ο Δάσκαλος. Και μάζευε τη δύναμή του να δώσει την ύστερη μάχη.
Όταν τέλειωσε ο «θρόνος» τον σήκωσαν και τον κάθισαν επάνω. Του ’δεσαν χέρια και πόδια. Του ’δεσαν και το κορμί γερά να μη μπορεί να κινηθεί! Και σάλπισαν.
Τότε ήρθε ένας γιανίτσαρος με ξυράφι στο χέρι. Ανέβηκε στον «θρόνο», άρπαξε τον μάρτυρα απ’ τα μαλλιά και άρχισε να τον γδέρνει σιγά-σιγά, μαστορικά, σαν να τον ξύριζε. Έκοβε λουρίδες από το κεφάλι μέχρι το στήθος κι ύστερα άλλες προς την ωμοπλάτη. Φρίκιασε ο όχλος να δει τέτοιο θέαμα. Πήδηξαν τα αίματα και γέμισαν τα χέρια των δημίων. Ο «ειδικός» έπαιρνε τις λουρίδες και τις πετούσε πάνω στο πλήθος:
– Τζάμπα πετσί για τα στιβάνια σας!
Εκείνο, όμως, που περίμεναν οι Τούρκοι αξιωματούχοι, δεν έγινε. Μάταια λογάριαζαν πως ο Δάσκαλος θα ούρλιαζε, θα ’κλαιγε, θα γύρευε έλεος. Εκείνος πάλευε σαν άντρας περήφανος με τους φοβερούς πόνους. Κάθε φορά που το ξυράφι έκοβε το κορμί του, ακουγόταν ένα πνιχτό μουγκρητό. Τίποτε άλλο.
– Θέλω το θάνατο σκληρό και στη μεγάλη πλατεία.
Ο «ειδικός» κάλεσε σε σύσκεψη την παρέα του και βρήκαν τον τρόπο που θα σκότωναν τον Δάσκαλο. Τον έσυραν στους δρόμους. Μαζεύτηκαν τα μπουλούκια απ’ όλες τις γειτονιές. Άκουσαν οι Χριστιανοί τη βοή να σηκώνεται από τις τέσσερις άκρες της πολιτείας και μαντάλωσαν τα σπίτια τους. Οι φονιάδες ξεκίνησαν για την πλατεία της ανατολικής πύλης του Μεγάλου Κάστρου. Ακ Μεϊτάν την έλεγαν οι Τούρκοι. Μπροστά έσερναν τον μελλοθάνατο και πίσω ακολουθούσαν άγριοι και πολεμικοί, οι ηρωικοί γιανίτσαροι, έτοιμοι να δείξουν την ανδρεία τους πάνω στον δεμένο Δασκαλογιάννη. Ήρθαν μαραγκοί, έμπηξαν τέσσερις πασσάλους στο χώμα, κάρφωσαν σανίδες κι έκαναν ένα κάθισμα ψηλό.
– Γιάε που θα σε κάτσω, Δάσκαλε. Στο θρόνο, σαν το μητροπολίτη, έλεγε ο δήμιος.
Ο Δάσκαλος άκουε και δε μιλούσε. Είχε το κεφάλι ίσιο όσο γινόταν. Κείνη την ώρα, στην πλατεία του Μεγάλου Κάστρου, ένιωθε πως κρινόταν η Κρήτη στο πρόσωπό του κι έκανε κουράγιο κι έσφιγγε τα δόντια του να μην την προσβάλει. Με τον φριχτό θάνατο που του ετοίμαζαν οι Τούρκοι, λογάριαζαν πως θα γελοιοποιούσαν τον πρώτο επαναστάτη της Κρήτης. Αυτό το καταλάβαινε ο Δάσκαλος. Και μάζευε τη δύναμή του να δώσει την ύστερη μάχη.
Όταν τέλειωσε ο «θρόνος» τον σήκωσαν και τον κάθισαν επάνω. Του ’δεσαν χέρια και πόδια. Του ’δεσαν και το κορμί γερά να μη μπορεί να κινηθεί! Και σάλπισαν.
Τότε ήρθε ένας γιανίτσαρος με ξυράφι στο χέρι. Ανέβηκε στον «θρόνο», άρπαξε τον μάρτυρα απ’ τα μαλλιά και άρχισε να τον γδέρνει σιγά-σιγά, μαστορικά, σαν να τον ξύριζε. Έκοβε λουρίδες από το κεφάλι μέχρι το στήθος κι ύστερα άλλες προς την ωμοπλάτη. Φρίκιασε ο όχλος να δει τέτοιο θέαμα. Πήδηξαν τα αίματα και γέμισαν τα χέρια των δημίων. Ο «ειδικός» έπαιρνε τις λουρίδες και τις πετούσε πάνω στο πλήθος:
– Τζάμπα πετσί για τα στιβάνια σας!
Εκείνο, όμως, που περίμεναν οι Τούρκοι αξιωματούχοι, δεν έγινε. Μάταια λογάριαζαν πως ο Δάσκαλος θα ούρλιαζε, θα ’κλαιγε, θα γύρευε έλεος. Εκείνος πάλευε σαν άντρας περήφανος με τους φοβερούς πόνους. Κάθε φορά που το ξυράφι έκοβε το κορμί του, ακουγόταν ένα πνιχτό μουγκρητό. Τίποτε άλλο.
Η εκδίκηση
Ο όχλος εκνευρίστηκε από την αντοχή του.
Ένιωθαν πως τούτος ο γκιαούρης περιφρονούσε τον θάνατο και τους δημίους
του, κέρδιζε μια κρατερή μάχη μέσα στην καρδιά του Μεγάλου Κάστρου και
αποθηριώθηκαν. Ύβρισαν τον Χριστό και τους Κρητικούς και απείλησαν
γενική σφαγή για μια στιγμή.
Ένας Τούρκος, ο Χασάν Μαράζης, διηγήθηκε σε βαθιά γεράματα, την εντύπωση που του ’κανε ο ηρωικός θάνατος του Δασκάλου. Ήταν τότε νέος και φανατικός. Έβλεπε τον καπετάνιο να παλεύει συγκρατημένος με τα βασανιστήρια και τρόμαξε: «Αυτός δεν ήταν άνθρωπος, μα την πίστη μου».
Το βράδυ, λέει, όταν γύριζε στο σπίτι του, νόμιζε πως τον ακολουθούσε παντού η σκιά του ήρωα, εκδικητική. Και όχι μόνο αυτός. Όλοι οι Τούρκοι, όταν τέλειωσε το κακούργημα και γύριζαν στα σπίτια τους, ένιωθαν σαν ηττημένοι. Μόλις προχώρησε το ξυράφι στο κορμί του Δασκάλου, η βασανισμένη ψυχή του βγήκε και πορεύτηκε προς τον Θεό της ήρεμη και περήφανη. Οι δήμιοι, όμως, συνέχισαν και μετά τον θάνατό του να κόβουν το δέρμα του νεκρού και να το πετούν στον όχλο.
Για να πιστέψουν πως πέθανε τον άφησαν πάνω στα ξύλα, δυο μέρες, να τον σαπίσει ο καλοκαιρινός ήλιος. Ύστερα έβαλαν δυο ραγιάδες και τον έθαψαν σ’ ένα λάκκο, μια δεκαριά βήματα νοτιοανατολικά από τη γωνία της Ακ-Τάμπιας. Εκεί σκέπασε το λείψανό του το χώμα του Κάστρου κι η λησμονιά.
Η είδηση του μαρτυρικού θανάτου του Δασκαλογιάννη συγκλόνισε τα Σφακιά. Οι καπετάνιοι, που έμειναν με το τουφέκι στα χέρια πάνω στα ερείπια, ορκίστηκαν εκδίκηση.
Συνέχισαν τις επιδρομές κατά των αγάδων και τρία χρόνια αργότερα εξόντωσαν και τον πανίσχυρο Αληδάκι και τις εκατοντάδες των ανθρώπων του πυρπολώντας τον πύργο του και καταστρέφοντας τα υποστατικά του. Από τότε το ηρωικό πνεύμα δεν έπεσε στα Σφακιά. Μερικοί σύντροφοί του έφτασαν γέροντες αλλά σοφοί και γενναίοι ως το δεκάχρονο κρητικό ’21 και πρόσφεραν συμβουλές και αίμα. Η θυσία του Δάσκαλου δεν πήγε χαμένη…
Ένας Τούρκος, ο Χασάν Μαράζης, διηγήθηκε σε βαθιά γεράματα, την εντύπωση που του ’κανε ο ηρωικός θάνατος του Δασκάλου. Ήταν τότε νέος και φανατικός. Έβλεπε τον καπετάνιο να παλεύει συγκρατημένος με τα βασανιστήρια και τρόμαξε: «Αυτός δεν ήταν άνθρωπος, μα την πίστη μου».
Το βράδυ, λέει, όταν γύριζε στο σπίτι του, νόμιζε πως τον ακολουθούσε παντού η σκιά του ήρωα, εκδικητική. Και όχι μόνο αυτός. Όλοι οι Τούρκοι, όταν τέλειωσε το κακούργημα και γύριζαν στα σπίτια τους, ένιωθαν σαν ηττημένοι. Μόλις προχώρησε το ξυράφι στο κορμί του Δασκάλου, η βασανισμένη ψυχή του βγήκε και πορεύτηκε προς τον Θεό της ήρεμη και περήφανη. Οι δήμιοι, όμως, συνέχισαν και μετά τον θάνατό του να κόβουν το δέρμα του νεκρού και να το πετούν στον όχλο.
Για να πιστέψουν πως πέθανε τον άφησαν πάνω στα ξύλα, δυο μέρες, να τον σαπίσει ο καλοκαιρινός ήλιος. Ύστερα έβαλαν δυο ραγιάδες και τον έθαψαν σ’ ένα λάκκο, μια δεκαριά βήματα νοτιοανατολικά από τη γωνία της Ακ-Τάμπιας. Εκεί σκέπασε το λείψανό του το χώμα του Κάστρου κι η λησμονιά.
Η είδηση του μαρτυρικού θανάτου του Δασκαλογιάννη συγκλόνισε τα Σφακιά. Οι καπετάνιοι, που έμειναν με το τουφέκι στα χέρια πάνω στα ερείπια, ορκίστηκαν εκδίκηση.
Συνέχισαν τις επιδρομές κατά των αγάδων και τρία χρόνια αργότερα εξόντωσαν και τον πανίσχυρο Αληδάκι και τις εκατοντάδες των ανθρώπων του πυρπολώντας τον πύργο του και καταστρέφοντας τα υποστατικά του. Από τότε το ηρωικό πνεύμα δεν έπεσε στα Σφακιά. Μερικοί σύντροφοί του έφτασαν γέροντες αλλά σοφοί και γενναίοι ως το δεκάχρονο κρητικό ’21 και πρόσφεραν συμβουλές και αίμα. Η θυσία του Δάσκαλου δεν πήγε χαμένη…
Τρίτη 20 Μαρτίου 2018
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΥΨΗΛΑΝΤΗΣ: - « ΜΑΧΟΥ ΥΠΕΡ ΠΙΣΤΕΩΣ ΚΑΙ ΠΑΤΡΙΔΟΣ »
Δεν υπάρχει χειρότερο πράγμα από το να ξεχνάς την ιστορία σου. Να μην έχεις μνήμη. Και εμείς στην Ελλάδα εδώ και δεκαετίες έχουμε το σύμπτωμα της λήθης…
Μεγάλες προσωπικότητες που έδωσαν τα πάντα, το αίμα τους, το βιος τους, για να απελευθερωθεί τούτος ο άγιος τόπος, έχουν πλέον ξεχαστεί από τον νεοέλληνα. Λαός που ξεχνά την ιστορία του, είναι καταδικασμένος να ζήσει ξανά στιγμές σκλαβιάς και υποδούλωσης, όπως σήμερα, όπου τα όπλα αντικαταστάθηκαν από πνευματική και οικονομική υποδούλωση.
Αλήθεια, πόσοι θυμούνται τον μεγάλο Ελληνα Αλέξανδρο Υψηλάντη; Πόσοι τιμούν με εκδηλώσεις αυτή την μεγάλη προσωπικότητα του Ελληνισμού;
Ήταν ο άνθρωπος που η τελευταία του επιθυμία ήταν η καρδιά του να απομακρυνθεί από το σώμα του και να σταλεί στην Ελλάδα. Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης υπήρξε εθνικός ήρωας της Ελλάδας, αλλά και ήρωας του πατριωτικού πολέμου του 1812 της Ρωσίας. Η συμβολή του στην υπόθεση της απελευθέρωσης της Ελλάδας ήταν τεράστια. Απόγονος της ξακουστής οικογένειας των Υψηλάντηδων είχε θέσει σκοπό της ζωής του την απελευθέρωση του ελληνικού έθνους.
O Αλέξανδρος Υψηλάντης, αρχηγός της Ελληνικής Επανάστασης, γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1792 και ήταν γιος του Κωνσταντίνου Υψηλάντη, και της Ελισάβετ το γένος Βακαρέσκου, μίας από τις μεγαλύτερες οικογένειες της Ρουμανίας.
Το 1810 ο Αλέξανδρος Υψηλάντης κατατάχτηκε με το βαθμό του ανθυπίλαρχου στο σώμα των εφίππων σωματοφυλάκων του Τσάρου Αλέξανδρου Α΄της Ρωσίας. Διακρίθηκε στους πολέμους κατά του Ναπολέοντα όπου στη μάχη της Δρέσδης, (27 Αυγούστου 1813), έχασε το δεξί του χέρι. Το 1814-1815 συμμετείχε ως μέλος της ρωσικής αντιπροσωπείας στο Συνέδριο της Βιέννης με τον βαθμό του υποστράτηγου.
Οι δημιουργοί της Φιλικής Εταιρίας και οι πρώτοι μυημένοι θεωρούσαν τον Υψηλάντη ως σημαντική προσωπικότητα για την επιτυχία της μυστικής οργάνωσης, η οποία είχε στόχο την απελευθέρωση του υπόδουλου ελληνικού στοιχείου.
Με την ανάληψη της αρχηγίας της Φιλικής Εταιρείας ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, περνάει τον ποταμό Προύθο στις 22 Φεβρουαρίου 1821 και υψώνει τη σημαία της Επανάστασης, στο Ιάσιο της Μολδοβλαχίας, στις 24 Φεβρουαρίου εκδίδοντας την προκήρυξη της Επανάστασης με τον τίτλο «Μάχου υπέρ πίστεως και πατρίδος».
Τον Μάιο του 1820 συντάχτηκε το «Σχέδιον Γενικόν» που αναφερόταν στον τρόπο διεξαγωγής της επανάστασης. Σύμφωνα με αυτό ο αγώνας έπρεπε να εκδηλωθεί από την Πελοπόννησο και είχε μάλιστα αποφασιστεί να κατέβει και ο Υψηλάντης εκεί. Κι ενώ είχαν αρχίσει οι προετοιμασίες, ο Υψηλάντης άλλαξε γνώμη και κήρυξε την επανάσταση από το Ιάσιο και το Βουκουρέστι, με ταυτόχρονη κινητοποίηση στην Κωνσταντινούπολη και στην κυρίως Ελλάδα. Ο αδελφός του Δημήτριος ανέλαβε να τον αντιπροσωπεύσει στην Πελοπόννησο φέρνοντας μαζί του το υπέρογκο για την εποχή εκείνη ποσό των 300.000 γροσίων. Αργότερα θα εκδηλωνόταν η αντίδραση των προκρίτων εναντίον του.
Στις 21-24 Φεβρουαρίου 1821 με τους αδελφούς του Νικόλαο και Γεώργιο, πέρασε τον Προύθο και μπήκε θριαμβευτικά στο Ιάσιο. Εκεί συγκέντρωσε τους πρώτους στρατιώτες του που ήταν κυρίως εθελοντές και αριθμούσαν περίπου τους 2000. Στις 10 Μαρτίου σχηματίστηκε στο Φωξάνι ο περίφημος «Ιερός Λόχος» από ενθουσιώδεις αλλά απειροπόλεμους εθελοντές σπουδαστές των ελληνικών παροικιών της Μολδαβίας, της Βλαχίας και της Οδησσού. Την 25η Μαρτίου έφτασαν στο Βουκουρέστι.
Η ορκωμοσία των ιερολοχιτών έγινε με τις φράσεις:
“Ορκίζομαι να χύσω και αυτήν την υστέραν ρανίδα του αίματός μου υπέρ της θρησκείας και της πατρίδος μου. Να φονεύσω και αυτόν τον ίδιον τον αδελφόν αν τον εύρω προδότην της πατρίδος… Να μην παραιτήσω τα όπλα προτού να ίδω ελευθέραν την πατρίδα μου και εξολοθρευμένους τους εχθρούς της…”.
Από τη Διακήρυξη του Υψηλάντη
«Η ώρα ήλθεν, ω Άνδρες Έλληνες! Πρό πολλού οι λαοί της Ευρώπης, πολεμούντες υπέρ των ιδίων Δικαιωμάτων και ελευθερίας αυτών, μας επροσκάλουν εις μίμησιν, αυτοί, καίτοι οπωσούν ελεύθεροι, επροσπάθησαν όλαις δυνάμεσι να αυξήσωσι την ελευθερίαν, και δι’ αυτής πάσαν αυτών την Ευδαιμονίαν. Οι αδελφοί μας και φίλοι είναι πανταχού έτοιμοι, οι Σέρβοι, οι Σουλιώται, και όλη η Ηπειρος, οπλοφορούντες μας περιμένωσιν ας ενωθώμεν λοιπόν με Ενθουσιασμόν! η Πατρίς μάς προσκαλεί!…»
Η οριστική μάχη δόθηκε στο Δραγατσάνι από τις 7 μέχρι τις 19 Ιουνίου του 1821 όπου μέσα σε μία γενική σύγχυση και σωρεία σφαλμάτων της ελληνικής πλευράς, κρίθηκε η επανάσταση στη Μολδοβλαχία. Ενώ ο Αλέξανδρος Υψηλάντης συσκεπτόταν με τον αρματολό Γεωργάκη Ολύμπιο στο στρατηγείο του που είχε στήσει σε ένα χωριό που απείχε τρεις ώρες από το Δραγατσάνι, ο χιλίαρχος και αρχηγός του ιππικού Βασίλειος Καραβίας επιτέθηκε αυτόβουλα και πρόωρα εναντίον των Οθωμανών, παρά τις αντίθετες διαταγές για καμία ελληνική κίνηση πριν τις 8 Ιουνίου. Η επίθεση απέτυχε και τότε έσπευσε εκτάκτως για ενίσχυση ο επικεφαλής του Ιερού Λόχου Νικόλαος Υψηλάντης, αλλά η λιποταξία τμήματος του Καραβία μαζί με τον ίδιο τον Καραβία προς τα ορεινά, ανάγκασε τους Ιερολοχίτες να πολεμούν μόνοι τους δίχως τη συντονισμένη υποστήριξη του ιππικού. Οι Ιερολοχίτες προσέφεραν το νεανικό τους αίμα στο βωμό της πατρίδας και έγιναν τα σύμβολα της αδάμαστης ελληνικής θυσίας, την οποία ύμνησε ο σπουδαίος ποιητής Ανδρέας Κάλβος σε μια ωδή αφιερωμένη σε αυτούς.
Ο Ιερός Λόχος, αρνούμενος το κάλεσμα να παραδοθεί, απώλεσε το μεγαλύτερο μέρος των δυνάμεών του, αφού περισσότεροι από 200 στρατιώτες και αξιωματικοί έπεσαν νεκροί στο πεδίο της μάχης ενώ 37 αιχμαλωτίστηκαν και αποκεφαλίστηκαν αργότερα στην Κωνσταντινούπολη. Στην κρίσιμη στιγμή κατέφθασε ο Γεωργάκης Ολύμπιος, ο οποίος διέσωσε τους υπόλοιπους (136 συνολικά), μεταξύ των οποίων τον Νικόλαο Υψηλάντη και τον Αθανάσιο Τσακάλωφ.
Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, αναγκάστηκε να περάσει τα σύνορα της Αυστρίας, ενώ ο οπλαρχηγός Ολύμπιος κάλυπτε τη φυγή του. Όταν επέστρεψε στο Ρίμνικο εξέδωσε την τελευταία του διαταγή γεμάτη από πικρία και κατάρες για τους λιπόψυχους χριστιανούς που συνεργάστηκαν με τους Τούρκους στιγματίζοντας την προδοσία του στρατιωτικού του επιτελείου. Καθώς προσπαθούσε να περάσει τα Καρπάθια με το όνομα Δημήτριος Παλαιογενείδης, προδόθηκε και κλείστηκε από τους Αυστριακούς στο φρούριο του Μούνκατς (Munkatsch) μαζί με τους αδελφούς του και τους στενούς του συνεργάτες για πάνω από έξι χρόνια. Έπειτα από μία σοβαρή επιδείνωση της υγείας του μεταφέρθηκε στο Τερέζιενστατ (Theresienstadt) της Βοημίας όπου έμεινε. Με ενέργειες του τσάρου Νικόλαου Α’ αποφυλακίστηκε το 1827, όμως η κατάσταση της υγείας του είχε κλονισθεί τόσο πολύ ώστε να πεθάνει δυο μήνες μετά.
Αυτός ήταν ο Α. Υψηλάντης, πατριώτης, αγέρωχος μέχρι να αφήσει την τελευταία του πνοή. Το συμπέρασμα που βγαίνει και θα πρέπει όλοι μας να ακολουθούμε είναι το εξής: Η πατρίδα είναι η κυρίαρχη ιδέα πάνω στην οποία οικοδομείται ο πολιτισμός και στηρίζεται η ζωή.
ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΔΕΛΦΟΝ , ΑΥΤΟΥ, ΔΗΜΗΤΡΙΟ
ΓΝΩΣΤΟΝ ΕΙΣ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ ΜΑΣ , ΑΠΟ ΤΗΝ ΟΡΙΣΤΙΚΗΝ ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΠΕΤΡΑΣ .(Χωριόν ΥΨΗΛΑΝΤΗΣ ).
Υψηλάντης Δημήτριος (1793-1832)
Από τις αγνότερες μορφές του 1821, πολιτικός και στρατάρχης στην επαναστατημένη Ελλάδα. Ο Δημήτριος Υψηλάντης
γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη και καταγόταν από τη μεγάλη φαναριώτικη
οικογένεια των Υψηλαντών. Έκανε στρατιωτικές σπουδές στη Γαλλία,
υπηρέτησε στο Ρωσικό στρατό και έλαβε μέρος στους Ναπολεόντιους πολέμους. Έγινε φιλικός το 1818. Μετά
το ξέσπασμα της επανάστασης στη Μολδοβλαχία, κατέβηκε στην Ελλάδα ως
εκπρόσωπος του Γενικού Επιτρόπου της Αρχής, δηλαδή του αδελφού του Αλεξάνδρου.
Υπάρχει πόλη των ΗΠΑ αφιερωμένη στο όνομά του. Είναι η πόλη Ypsilanti,
Michigan, όπου υπάρχει και σχετική προτομή-μνημείο. Ο Δημήτριος
Υψηλάντης είχε συνδεθεί συναισθηματικά με τη μεγάλη ηρωίδα του ’21, τη Μαντώ Μαυρογένους.
Κυριακή 18 Μαρτίου 2018
Ο ΚΟΥΛΟΥΡΑΣ .- Ο ΚΟΥΜΠΑΡΟΣ .-
Παράλληλα, εργαζόταν στους δρόμους για να βοηθήσει οικονομικά την οικογένεια του, πουλώντας λεμονάδα και κουλούρια στους περαστικούς. Του άρεσε το ποδόσφαιρο και έπαιξε σε διάφορους συλλόγους, ωστόσο δεν ακολούθησε επαγγελματικά την καριέρα του ποδοσφαιριστή, καθώς προτεραιότητα ήταν τα μαθήματά του. Σπούδασε Διοίκηση Επιχειρήσεων στη σχολή Οικονομικών και Εμπορικών Επιστημών του Ακσαράι και τότε εισχώρησε στην αντικομμουνιστική Εθνική Τουρκική Φοιτητική Ένωση.
Λίγο αργότερα έγινε ηγετικό μέλος του Κόμματος της Εθνικής Σωτηρίας και κάπως έτσι ξεκίνησε την πολιτική του καριέρα. Το 1976 έγινε επικεφαλής του κόμματος νεολαίας Μπέγιογλου και της νεολαίας Κωνσταντινούπολης. Όταν πήρε το πτυχίο του στα Οικονομικά εργάστηκε ως λογιστής σε διάφορες ιδιωτικές επιχειρήσεις, ενώ συνέχισε να ασχολείται με τα κοινά. Το 1978 παντρεύτηκε και απέκτησε δύο κόρες και δύο γιους.
Το 1994 έβαλε υποψηφιότητα για δήμαρχος της Πόλης και κατάφερε να εκλεγεί με το ισλαμικό κόμμα της Ευημερίας. Ήταν ο πρώτος Ισλαμιστής που ανέλαβε αυτό το αξίωμα.
Κατά τη διάρκεια της θητείας του απαγόρευσε το αλκοόλ, αντιμετώπισε το πρόβλημα της υδροδότησης και δημιούργησε νέους αγωγούς νερού εκατοντάδων χιλιομέτρων. Ωστόσο, η θητεία του έληξε άδοξα όταν απήγγειλε δημόσια ένα εθνικιστικό ποίημα που θεωρήθηκε πως υποκινούσε τον θρησκευτικό φανατισμό και το φυλετικό μίσος.
Για τον λόγο αυτό, το δικαστήριο του αφαίρεσε τα πολιτικά του δικαιώματα και τον καταδίκασε σε 10 μήνες φυλάκιση.
Αφού εξέτισε την ποινή του επέστρεψε στην πολιτική και έγινε αρχηγός του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης. Στις 14 Μαρτίου 2003 εκλέχτηκε πρωθυπουργός της Τουρκίας. Ο εικονιζόμενος είναι ο Tούρκος Πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν.
Παρασκευή 16 Μαρτίου 2018
Πέμπτη 15 Μαρτίου 2018
ΕΛΙΑ και ΕΛΑΙΟΛΑΔΟ .- ΛΙΘΟΣ ΕΠΙ ΛΙΘΟΥ .
ΝΕΑ ΠΡΟΔΟΣΙΑ: ΣΕ ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΗ ΠΟΛΥΕΘΝΙΚΗ ΠΑΡΑΔΙΔΕΙ Η ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΤΟΝ «ΕΘΝΙΚΟ ΘΗΣΑΥΡΟ» ΤΟΥ ΛΑΔΙΟΥ- H ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΘΕΛΕΙ ΝΑ ΒΑΛΕΙ «ΛΟΥΚΕΤΟ» ΣΕ 2750 ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΕΛΑΙΟΤΡΙΒΕΙΑ ΜΕ ΧΟΡΗΓΟ ΤΗΝ ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ.
Μορφή
«χιονοστιβάδας» παίρνουν οι αποκαλύψεις του newx.gr για την άμεση
παρέμβαση Αμερικάνικης πολυεθνικής εταιρείας, με τη βοήθεια μάλιστα
Ελλήνων, που επιχειρεί να βάλει στο… χέρι, τον εθνικό «θησαυρό» της
χώρας, που είναι το ελαιόλαδο.
Στις αρχές Ιανουαρίου ο γνωστός αγροτοσυνδικαλιστής από τη Φθιώτιδα...
Βάιος
Γκανής, αποκάλυψε στο newx.gr πως τα τελευταία 4 χρόνια έχουν κατατεθεί
σε συγκεκριμένες Περιφέρειες, προτάσεις για την κατασκευή τριών «mega
factories» ελιάς και ελαιολάδου.
Μάλιστα, χορηγός αυτής της προσπάθειας φαίνεται να είναι η Εθνική Τράπεζα, σύμφωνα με τον κ. Γκανή.
Ποιες θα
είναι οι επιπτώσεις από την κατασκευή των τριών «mega factories»; Ο
Βάιος Γκανής περιγράφει την κατάσταση, με τα μελανότερα «χρώματα»,
δηλώνοντας χαρακτηριστικά:
«Θα σβήσουν σε μία νύχτα 2.750 μικρά ελαιοτριβεία, στις περιοχές που θα λειτουργήσουν τα mega factories».
Οι τρεις περιοχές, τις οποίες «στοχεύει» η Αμερικάνικη πολυεθνική, είναι η Δυτική Ελλάδα, η Πελοπόννησος και η Κρήτη.
«Δηλαδή
φανταστείτε ο πλούτος της ελιάς, το λάδι θα συγκεντρωθεί σε μία
πολυεθνική. Δεν θα υπάρχουν μεσάζοντες, δεν θα υπάρχουν τίποτα. Ένας
μικρός ελαιοπαραγωγός με μικρό ελαιοτριβείο, δεν θα μπορεί να επιβιώσει,
γιατί θα υπάρχουν προϋποθέσεις, όπως η διαχείριση αποβλήτων και ο
βιολογικός καθαρισμός, τις οποίες προϋποθέσεις δεν θα μπορέσουν να
ικανοποιήσουν, λόγω αυξημένου οικονομικού μεγέθους. Μέσα σε μια νύχτα θα
σβήσουν οι μικρές επιχειρήσεις. Φανταστείτε τι έχει να γίνει,» τόνισε
με έμφαση ο Βάιος Γκανής.
Σήμερα,
ένα ακόμη «λιθαράκι» στις αποκαλύψεις έρχεται να βάλει ο Πρόεδρος του
ΓΕΩΤΕΕ Σπύρος Μάμαλης, ο οποίος δήλωσε στο newx.gr, πως είναι γνώστης
του θέματος και δίνει επιπλέον πληροφορίες, για την προσπάθεια που
γίνεται να «σβηστούν από χάρτη» 2750 Ελληνικά ελαιοτριβεία.
Σύμφωνα
με τον κ. Μάμαλη, η Αμερικάνικη πολυεθνική έχει βρει «συμμάχους» Έλληνες
καθηγητές, τα ονόματα των οποίων θα δημοσιοποιηθούν στο άμεσο μέλλον
από το newx.gr.
«Το
γνωρίζουμε και μάλιστα έχουμε παρέμβει σ’ αυτή τη λογική στον κανονισμό
του ελληνικού σήματος ελαιολάδου, καθώς κάποιοι επιχείρησαν να περάσουν
κανονισμό έτσι ώστε το 25% του λαδιού να μην είναι ελληνικό, να μπορεί
να χαρακτηρίζεται ένα λάδι ως ελληνικό, ενώ το 25% δεν είναι ελληνικό.
Το ίδιο έγινε και στο γάλα και είχαμε παρέμβει ως ΓΕΩΤΕΕ και μαζί με
άλλους φορείς και αποτρέψαμε ουσιαστικά τέτοιες εξελίξεις. Υπάρχει αυτή η
λογική και δεν θέλω να μιλήσω με ονόματα, αλλά αν προκληθώ θα το κάνω,
γιατί έχω τα ονόματα, γι’ αυτούς που έχουν κάνει προτάσεις στην Ελληνική
κυβέρνηση να κλείσουν αυτά τα μικρά ελαιοτριβεία,» τόνισε
χαρακτηριστικά ο κ. Μάμαλης.
Ο
Πρόεδρος του ΓΕΩΤΕΕ υποστήριξε μάλιστα ότι στο νέο ΠΑΑ (πρόγραμμα
αγροτικής ανάπτυξης) υπάρχει περιορισμός στην επιδότηση νέων
ελαιοτριβείων.
«Υπάρχουν
πάρα πολλοί τριγύρω από το υπουργείο, όχι επίσημα στελέχη, αλλά φορείς ή
πρόσωπα μεμονωμένα τα οποία ακριβώς προσδοκούν να στρέψουν την
κυβέρνηση στο να κλείσουν αυτά τα μικρά ελαιοτριβεία με το πρόσχημα των
οικονομιών κλίμακος και των μεγαλύτερων μεγεθών που θα προσφέρει μια
τέτοια επένδυση. Είναι Έλληνες και μάλιστα έχουν θέση σε πανεπιστήμια.
Εμείς προσπαθούμε να το αποτρέψουμε, γιατί θεωρούμε ότι το συγκριτικό
πλεονέκτημα του ελληνικού λαδιού είναι η χαμηλή οξύτητα η οποία
επιτυγχάνεται με την άμεση μεταφορά των ελιών στα ελαιοτριβεία, τα οποία
αν μεταφερθούν σε μεγαλύτερες αποστάσεις και περιμένουν οι ελιές για να
γίνει η όλη διαδικασία μεταποίησης, προφανώς η οξύτητα θα είναι πιο
ανεβασμένη, όπως γίνεται στην Ισπανία και στην Ιταλία. Αυτές οι
προτάσεις έχουν άμεση σχέση με την Αμερικάνικη πολυεθνική,» υπογράμμισε ο
κ. Σπύρος Μάμαλης.
Τι ρόλο,
όμως, μπορούν να παίξουν στην προκειμένη περίπτωση οι τοπικές αρχές, οι
τοπικές κοινωνίες; Είθισται οι όποιες επενδύσεις γίνονται να περνάνε
και να ζητείται η έγκριση των Περιφερειακών Συμβούλιων. Υπάρχει, όμως,
ένα… παραθυράκι, που αυτές οι διαδικασίες μπορούν να παρακαμφθούν κι
αυτό το «παραθυράκι» είναι το fast truck.
Δηλαδή, αν είναι μια επένδυση άνω των 100 εκατομμυρίων παρακάμπτονται όλοι οι θεσμοί.
«Και
αυτό το έχουμε καταγγείλει στη βουλή. Για παράδειγμα, ένας
επιχειρηματίας με 100 εκατομμύρια, μπορεί να έρθει στο νομό Σερρών και
να γεμίσει τον κάμπο με φωτοβολταϊκά,» δήλωσε ο Πρόεδρος του ΓΕΩΤΕΕ
Σπύρος Μάμαλης.
Τρίτη 13 Μαρτίου 2018
- ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ - Ευαγόρας Παλληκαρίδης
Τα μεσάνυχτα της 13ης Μαρτίου 1957 οδηγείται στην αγχόνη.
Τραγουδά τον Εθνικό Ύμνο.
Δύο λεπτά αργότερα (14 Μαρτίου) η καταπακτή ανοίγει και ο Ευαγόρας Παλληκαρίδης περνά στην
αιωνιότητα.
Ο
Ευαγόρας Παλληκαρίδης είναι ένας ακόμα Μάρτυρας του αγώνα των
ελληνοκυπρίων για την αποτίναξη του αγγλικού ζυγού και την Ένωση της
Μεγαλονήσου με την Ελλάδα.
Γεννήθηκε στις 27 Φεβρουαρίου 1938 στο χωριό Τσάδα, της επαρχίας Πάφου.
Μπήκε νωρίς στον αγώνα, από τα μαθητικά του χρόνια κιόλας.
Το
1953, σε ηλικία 15 ετών, κατεβάζει και τεμαχίζει την αγγλική σημαία στο
Κολέγιο της Πάφου, κατά την ημέρα στέψης της Βασίλισσας Ελισάβετ στο
Λονδίνο.
Δύο χρόνια αργότερα, συλλαμβάνεται ως μέλος της νεολαίας της ΕΟΚΑ, επειδή συμμετείχε σε παράνομη πορεία.
Στις 18 Δεκεμβρίου 1956 συλλαμβάνεται εκ νέου και κατηγορείται για κατοχή και διακίνηση παράνομου οπλισμού.
Η δίκη του ορίζεται για τον Μάρτιο του 1957.
Στη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας δεν αφήνει περιθώρια στους δικηγόρους του για να τον υπερασπιστούν.
Παραδέχεται την ενοχή του, με αξιοθαύμαστο τρόπο: «Γνωρίζω ότι θα με κρεμάσετε.
Ό,τι έκαμα το έκαμα ως Έλλην Κύπριος όστις ζητεί την Ελευθερίαν του.
Τίποτα άλλο».
Την επομένη της καταδίκης του Παλληκαρίδη σε θάνατο, ο κόσμος ξεσηκώνεται για να σώσει τον νεαρό μαθητή.
Οι
εκκλήσεις για την απονομή χάριτος από την Ελλάδα, την Αγγλία και τις
Ηνωμένες Πολιτείες απορρίπτονται από τον άγγλο κυβερνήτη Τζον Χάρντινγκ
και την αγγλική διπλωματία.
Ο Βαγορής, όπως ήταν το χαϊδευτικό του, δεν πτοείται.
Στο τελευταίο γράμμα του δηλώνει:
«Θ' ακολουθήσω με θάρρος τη μοίρα μου.
Ίσως αυτό να 'ναι το τελευταίο μου γράμμα.
Μα πάλι δεν πειράζει.
Δεν λυπάμαι για τίποτα.
Ας χάσω το καθετί.
Μια φορά κανείς πεθαίνει.
Θα βαδίσω χαρούμενος στην τελευταία μου κατοικία.
Τι σήμερα, τι αύριο;
Όλοι πεθαίνουν μια μέρα.
Είναι καλό πράγμα να πεθαίνει κανείς για την Ελλάδα.
Ώρα 7:30.
Η πιο όμορφη μέρα της ζωής μου.
Η πιο όμορφη ώρα.
Μη ρωτάτε γιατί.»
Τα μεσάνυχτα της 13ης Μαρτίου 1957 οδηγείται στην αγχόνη.
Τραγουδά τον Εθνικό Ύμνο.
Δύο λεπτά αργότερα (14 Μαρτίου) η καταπακτή ανοίγει και ο Ευαγόρας Παλληκαρίδης περνά στην αιωνιότητα.
Σάββατο 10 Μαρτίου 2018
ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ , ΣΠΥΡ. ΣΤΑΥΡΟΠΟΥΛΟΥ (ΔΑΣΚΑΛΟΣ).
Ομιλία στις 05.03.2018 του Προέδρου του συλλόγου, στα γραφεία της Λαϊκής Κινήσεως Πολιτών Αττικής, Ελληνοκράτη Σπυρίδωνα Σταυρόπουλου.
ΘΕΜΑ - Η Διαρκής επιθυμία των μετριοτήτων να εξοντώνουν τους επίλεκτους.
Παρασκευή 9 Μαρτίου 2018
ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ - ( 9 ΜΑΡΤΙΟΥ 1941 ) .
Ήταν η τρίτη και τελευταία φάση του
Ελληνοϊταλικού Πολέμου, που είχε ξεκινήσει στις 28 Οκτωβρίου 1940 με
την ιταλική εισβολή στα ελληνοαλβανικά σύνορα (πρώτη φάση). Από τις 14
Νοεμβρίου ο ελληνικός στρατός είχε περάσει στην αντεπίθεση και στα τέλη
του 1940 είχε καταλάβει σχεδόν όλη τη Βόρειο Ήπειρο (δεύτερη φάση).
Με την κατάληψη της Κλεισούρας (10 Ιανουαρίου 1941) το μέτωπο
σταθεροποιήθηκε όλο το χειμώνα σε μια γραμμή που ξεκινούσε από το
Πόγραδετς στη λίμνη Αχρίδα και κατέληγε στο Ιόνιο Πέλαγος στα βόρεια της
Χειμάρρας. Ο Μουσολίνι, που είχε ξεκινήσει στις 28 Οκτωβρίου 1940 για
ένα «στρατιωτικό πικ-νικ» στην Ελλάδα, αντιμετώπιζε τη χλεύη των
συμμάχων του Γερμανών και τη διακύβευση του κύρους του φασισμού.
Χρειαζόταν επειγόντως την αναστροφή της κατάστασης με μια στρατιωτική
επιτυχία. Κατ’ αρχάς φόρτωσε την αποτυχία στον επικεφαλής των ιταλικών
δυνάμεων στην Αλβανία στρατηγό Σόντου και τον αντικατέστησε με τον
αρχηγό του Γενικού Επιτελείου στρατάρχη Ούγκο Καβαλέρο. Στη συνέχεια
διέταξε τους επιτελείς του να εκπονήσουν σχέδια για την ιταλική
αντεπίθεση, που θα διηύθυνε ο ίδιος (1 Ιανουαρίου 1941). Γνώριζε ότι
ο Χίτλερ είχε λάβει την απόφαση να επιτεθεί στην Ελλάδα (Σχέδιο Μαρίτα)
και ήθελε να τον προλάβει και να καταλάβει πρώτος αυτός τη χώρας μας.
Μία ιταλική επιτυχία θα έθετε υπό τον έλεγχο του Άξονα το σύνολο των
Βαλκανίων και θα εξοικονομούσε γερμανικές δυνάμεις για την Επιχείρηση
Μπαρμπαρόσα (εισβολή στη Σοβιετική Ένωση).
Ο Ντούτσε άρχισε να ενισχύει τις δυνάμεις του στην Αλβανία με πρόσθετες μεραρχίες, που έφθασαν την παραμονή της επίθεσης στις 25, έναντι των 12 που θα παρέτασε η Ελλάδα. Ο αρχιστράτηγος Παπάγος και το επιτελείο του είχαν πολύ καλή πληροφόρηση για τις κινήσεις των Ιταλών από την Ιντέλιτζενς Σέρβις. Δεν μπορούσαν να μετακινήσουν περισσότερες δυνάμεις στο μέτωπο, γιατί έπρεπε να ενισχυθεί και η μακεδονική μεθόριος, λόγω της αναμενόμενης γερμανικής επίθεσης. Το επιτελείο πόνταρε πολύ στο ηθικό των ελλήνων στρατιωτών, που παρέμενε ακμαιότατο, όπως και στις πρώτες μέρες του πολέμου.
Το πρωί της 2ας Μαρτίου 1941 ο Μουσολίνι πέταξε με αεροπλάνο από το Μπάρι στα Τίρανα για να αναλάβει προσωπικά ο ίδιος τη διεύθυνση της επιχείρησης Πριμαβέρα (Άνοιξη), όπως ονομάστηκε η ιταλική επίθεση. Τις επόμενες μέρες επισκέφθηκε όλες τις μεραρχίες του μετώπου συνέφαγε με στρατιώτες και αξιωματικούς και προσπάθησε να τους ανυψώσει το ηθικό. Τους τόνισε ότι μια νίκη θα είχε εξαιρετική σημασία για τη δόξα και το γόητρο της Ιταλίας. Στις 4:30 π.μ. της 9ης Μαρτίου 1941 ο Μουσολίνι έλαβε θέση στο προκεχωρημένο παρατηρητήριο της Ρεχόβα για να παρακολουθήσει ως άλλος Ξέρξης τον θρίαμβο των στρατιωτών του. Ποτέ άλλοτε κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου ανώτατος στρατιωτικός ηγέτης δεν βρέθηκε τόσο κοντά στην πρώτη γραμμή της μάχης. Στις 6:30 το πρωί δίνει το σύνθημα της επίθεσης, που ξεκινά με μπαράζ πυροβολικού κατά των ελληνικών θέσεων σε όλο το μήκος του μετώπου.
(Ο Μουσολίνι παρατηρεί το μέτωπο)
Τρεις ώρες αργότερα αρχίζουν οι καθαυτό επιχειρήσεις, με την προσβολή των ελληνικών θέσεων στη διάβαση της Κλεισούρας. Σε ένα μέτωπο μόλις πέντε χιλιομέτρων, οι Ιταλοί επιτέθηκαν με 7 μεραρχίες και 156 τηλεβόλα, ενώ είχαν στη διάθεσή τους 400 αεροπλάνα. Μια προέλαση των ιταλικών δυνάμεων θα προκαλούσε μεγάλο ρήγμα στις ελληνικές θέσεις και θα άνοιγε τον δρόμο για τα Γιάννινα. Ο ίδιος ο Ντούτσε εξέδιδε συνεχώς διαταγές προς τον στρατηγό Ούγκο Καβαλέρο, τους σωματάρχες και τους διοικητές των μονάδων.
Οι μάχες που δόθηκαν ήταν σκληρές και συχνά εκ του συστάδην, με ξιφολόγχες και χειροβομβίδες. Οι αλλεπάλληλες εφορμήσεις των Ιταλών για την κατάληψη των στρατηγικών υψωμάτων γύρω από την Κλεισούρα αποκρούονταν με επιτυχία από τους αμυνομένους. Ο Μουσολίνι αντικαθιστούσε αμέσως τις αποδεκατισμένες μεραρχίες του με νέες, αδιαφορώντας για τις ανθρώπινες ζωές.
Ιδιαίτερες στιγμές ηρωισμού, αλλά και φρίκης καταγράφηκαν στο Ύψωμα 731 του βουνού Τρεμπεσίνα. Από τις 9 έως τις 19 Μαρτίου οι άνδρες του 5ου Συντάγματος Πεζικού που το υπερασπίζονταν δέχθηκαν πάνω από 18 επιθέσεις από τους Ιταλούς. Το βουνό, γεμάτο καστανιές, στην κυριολεξία ανασκάφηκε από τους βομβαρδισμούς και έγινε «κρανίου τόπος». Οι μαχητές του αναγκάστηκαν να καλύπτονται πίσω από πτώματα ιταλών στρατιωτών. Στο τέλος, με την κραυγή «ΑΕΡΑ» και εφ’ όπλου λόγχη, οι έλληνες φαντάροι απώθησαν τους επιτιθέμενους Ιταλούς, γράφοντας σελίδες δόξας και μεγαλείου.
Μέρα με τη μέρα, ο Μουσολίνι έβλεπε ξεκάθαρα ότι η επιχείρηση Πριμαβέραεξελισσόταν σ’ ένα μεγαλοπρεπέστατο φιάσκο. Το συνειδητοποίησε πλήρως το πρωί της 21ης Μαρτίου 1941, όταν κάλεσε τον φίλο του στρατηγό Πίκολο για να του ανακοινώσει ότι θα εγκαταλείψει το μέτωπο. «Σε κάλεσα εδώ επειδή αποφάσισα να γυρίσω αύριο στη Ρώμη… Μου έρχεται εμετός μέσα σε αυτή την ατμόσφαιρα» και στη συνέχεια, γεμάτος οργή, ξέσπασε κατά των αξιωματικών του: «Με εξαπάτησαν, δεν κάναμε ούτε ένα βήμα προς τα εμπρός. Τους περιφρονώ βαθύτατα!». Την ίδια μέρα, ο Υπουργός Εξωτερικών της Μεγάλης Βρετανίας, Άντονι Ίντεν τηλεγραφούσε στον πρωθυπουργό Αλέξανδρο Κορυζή, προκειμένου να τον συγχαρεί για την «περίλαμπρον ελληνικήν νίκην». Το πρωί της 22ας Μαρτίου ένας τσακισμένος και ταπεινωμένος Μουσολίνι έπαιρνε τον δρόμο της επιστροφής για τη Ρώμη. Ο στρατός είχε υποστεί πανωλεθρία, με 12.000 νεκρούς και 3.000 τραυματίες. Οι απώλειες της ελληνικής πλευράς ανήλθαν σε 1.200 νεκρούς και 4.000 τραυματίες.
Το τέλος του ελληνοϊταλικού πολέμου δεν υπήρξε αποτέλεσμα μιας νέας αποφασιστικής σύγκρουσης μεταξύ των δύο πλευρών, αλλά της γερμανικής εισβολής στην Ελλάδα από τις 6 Απριλίου 1941. Στις 12 Απριλίου το ελληνικό Γενικό Επιτελείο, θορυβημένο από την ταχύτατη προέλαση των Γερμανών, διέταξε την οπισθοχώρηση από την Αλβανία. Οι Ιταλοί κατέλαβαν την Κορυτσά (14 Απριλίου) και έφτασαν στις Πρέσπες (19 Απριλίου). Μετά τη συνθηκολόγηση της 20ης Απριλίου, πέρασαν σε ελληνικό έδαφος τρεις μέρες αργότερα. Μόνο τότε ο Μουσολίνι ξεκίνησε να κομπάζει για το ιταλικό Mare Nostrum.
Ο Ντούτσε άρχισε να ενισχύει τις δυνάμεις του στην Αλβανία με πρόσθετες μεραρχίες, που έφθασαν την παραμονή της επίθεσης στις 25, έναντι των 12 που θα παρέτασε η Ελλάδα. Ο αρχιστράτηγος Παπάγος και το επιτελείο του είχαν πολύ καλή πληροφόρηση για τις κινήσεις των Ιταλών από την Ιντέλιτζενς Σέρβις. Δεν μπορούσαν να μετακινήσουν περισσότερες δυνάμεις στο μέτωπο, γιατί έπρεπε να ενισχυθεί και η μακεδονική μεθόριος, λόγω της αναμενόμενης γερμανικής επίθεσης. Το επιτελείο πόνταρε πολύ στο ηθικό των ελλήνων στρατιωτών, που παρέμενε ακμαιότατο, όπως και στις πρώτες μέρες του πολέμου.
Το πρωί της 2ας Μαρτίου 1941 ο Μουσολίνι πέταξε με αεροπλάνο από το Μπάρι στα Τίρανα για να αναλάβει προσωπικά ο ίδιος τη διεύθυνση της επιχείρησης Πριμαβέρα (Άνοιξη), όπως ονομάστηκε η ιταλική επίθεση. Τις επόμενες μέρες επισκέφθηκε όλες τις μεραρχίες του μετώπου συνέφαγε με στρατιώτες και αξιωματικούς και προσπάθησε να τους ανυψώσει το ηθικό. Τους τόνισε ότι μια νίκη θα είχε εξαιρετική σημασία για τη δόξα και το γόητρο της Ιταλίας. Στις 4:30 π.μ. της 9ης Μαρτίου 1941 ο Μουσολίνι έλαβε θέση στο προκεχωρημένο παρατηρητήριο της Ρεχόβα για να παρακολουθήσει ως άλλος Ξέρξης τον θρίαμβο των στρατιωτών του. Ποτέ άλλοτε κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου ανώτατος στρατιωτικός ηγέτης δεν βρέθηκε τόσο κοντά στην πρώτη γραμμή της μάχης. Στις 6:30 το πρωί δίνει το σύνθημα της επίθεσης, που ξεκινά με μπαράζ πυροβολικού κατά των ελληνικών θέσεων σε όλο το μήκος του μετώπου.
(Ο Μουσολίνι παρατηρεί το μέτωπο)
Τρεις ώρες αργότερα αρχίζουν οι καθαυτό επιχειρήσεις, με την προσβολή των ελληνικών θέσεων στη διάβαση της Κλεισούρας. Σε ένα μέτωπο μόλις πέντε χιλιομέτρων, οι Ιταλοί επιτέθηκαν με 7 μεραρχίες και 156 τηλεβόλα, ενώ είχαν στη διάθεσή τους 400 αεροπλάνα. Μια προέλαση των ιταλικών δυνάμεων θα προκαλούσε μεγάλο ρήγμα στις ελληνικές θέσεις και θα άνοιγε τον δρόμο για τα Γιάννινα. Ο ίδιος ο Ντούτσε εξέδιδε συνεχώς διαταγές προς τον στρατηγό Ούγκο Καβαλέρο, τους σωματάρχες και τους διοικητές των μονάδων.
Οι μάχες που δόθηκαν ήταν σκληρές και συχνά εκ του συστάδην, με ξιφολόγχες και χειροβομβίδες. Οι αλλεπάλληλες εφορμήσεις των Ιταλών για την κατάληψη των στρατηγικών υψωμάτων γύρω από την Κλεισούρα αποκρούονταν με επιτυχία από τους αμυνομένους. Ο Μουσολίνι αντικαθιστούσε αμέσως τις αποδεκατισμένες μεραρχίες του με νέες, αδιαφορώντας για τις ανθρώπινες ζωές.
Ιδιαίτερες στιγμές ηρωισμού, αλλά και φρίκης καταγράφηκαν στο Ύψωμα 731 του βουνού Τρεμπεσίνα. Από τις 9 έως τις 19 Μαρτίου οι άνδρες του 5ου Συντάγματος Πεζικού που το υπερασπίζονταν δέχθηκαν πάνω από 18 επιθέσεις από τους Ιταλούς. Το βουνό, γεμάτο καστανιές, στην κυριολεξία ανασκάφηκε από τους βομβαρδισμούς και έγινε «κρανίου τόπος». Οι μαχητές του αναγκάστηκαν να καλύπτονται πίσω από πτώματα ιταλών στρατιωτών. Στο τέλος, με την κραυγή «ΑΕΡΑ» και εφ’ όπλου λόγχη, οι έλληνες φαντάροι απώθησαν τους επιτιθέμενους Ιταλούς, γράφοντας σελίδες δόξας και μεγαλείου.
Μέρα με τη μέρα, ο Μουσολίνι έβλεπε ξεκάθαρα ότι η επιχείρηση Πριμαβέραεξελισσόταν σ’ ένα μεγαλοπρεπέστατο φιάσκο. Το συνειδητοποίησε πλήρως το πρωί της 21ης Μαρτίου 1941, όταν κάλεσε τον φίλο του στρατηγό Πίκολο για να του ανακοινώσει ότι θα εγκαταλείψει το μέτωπο. «Σε κάλεσα εδώ επειδή αποφάσισα να γυρίσω αύριο στη Ρώμη… Μου έρχεται εμετός μέσα σε αυτή την ατμόσφαιρα» και στη συνέχεια, γεμάτος οργή, ξέσπασε κατά των αξιωματικών του: «Με εξαπάτησαν, δεν κάναμε ούτε ένα βήμα προς τα εμπρός. Τους περιφρονώ βαθύτατα!». Την ίδια μέρα, ο Υπουργός Εξωτερικών της Μεγάλης Βρετανίας, Άντονι Ίντεν τηλεγραφούσε στον πρωθυπουργό Αλέξανδρο Κορυζή, προκειμένου να τον συγχαρεί για την «περίλαμπρον ελληνικήν νίκην». Το πρωί της 22ας Μαρτίου ένας τσακισμένος και ταπεινωμένος Μουσολίνι έπαιρνε τον δρόμο της επιστροφής για τη Ρώμη. Ο στρατός είχε υποστεί πανωλεθρία, με 12.000 νεκρούς και 3.000 τραυματίες. Οι απώλειες της ελληνικής πλευράς ανήλθαν σε 1.200 νεκρούς και 4.000 τραυματίες.
Το τέλος του ελληνοϊταλικού πολέμου δεν υπήρξε αποτέλεσμα μιας νέας αποφασιστικής σύγκρουσης μεταξύ των δύο πλευρών, αλλά της γερμανικής εισβολής στην Ελλάδα από τις 6 Απριλίου 1941. Στις 12 Απριλίου το ελληνικό Γενικό Επιτελείο, θορυβημένο από την ταχύτατη προέλαση των Γερμανών, διέταξε την οπισθοχώρηση από την Αλβανία. Οι Ιταλοί κατέλαβαν την Κορυτσά (14 Απριλίου) και έφτασαν στις Πρέσπες (19 Απριλίου). Μετά τη συνθηκολόγηση της 20ης Απριλίου, πέρασαν σε ελληνικό έδαφος τρεις μέρες αργότερα. Μόνο τότε ο Μουσολίνι ξεκίνησε να κομπάζει για το ιταλικό Mare Nostrum.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)