Τρίτη 25 Σεπτεμβρίου 2018

ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ , ΣΠΥΡ. ΣΤΑΥΡΟΠΟΥΛΟΥ (ΔΑΣΚΑΛΟΣ)


ΣΥΝΕΧΕΙΑ .-  Β΄   ΜΕΡΟΣ .


Η ΝΕΑ ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΑΡΧΗΓΟΥ - ΛΟΧΑΓΟΥ ε.α. ΑΝΔΡΕΑ ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΥ- ( εκπομπή Ελληνοκρατία )


Η ΝΕΑ ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ , ΣΠΥΡ. ΣΤΑΥΡΟΠΟΥΛΟΥ (ΔΑΣΚΑΛΟΣ)


Τά Πολιτικά συστήματα ὑπάρχουν γιά νά ὑπηρετοῦν τούς ἀνθρώπους καί ὂχι τό Αντίστροφο.


Πέμπτη 13 Σεπτεμβρίου 2018

ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ .- η Μάχη του Μελιγαλά .- (13-15 Σεπτεμβρίου 1944)

Πέρα από το βομβαρδισμό με ψεύδη από τους ιστοριογράφους της αριστεράς, πόσοι ακριβώς γνωρίζουν τι έγινε στη μεσσηνιακή πόλη, αλλά και σε άλλες πόλεις της Πελοποννήσου, οι οποίες μαρτύρησαν υπό τα χέρια των δολοφόνων του ΕΛΑΣ, ιδιαίτερα την πρώτη (από τον Οκτώβριο του 1943 μέχρι τον Αύγουστο του 1944) αλλά και τη δεύτερη περίοδο (από τον Οκτώβριο του 1944 ως το Φεβρουάριο του 1945) της «κόκκινης τρομοκρατίας»; Λίγοι, ιδιαίτερα στους κόλπους των νέων.
Οι υστερικές κραυγές της αριστεριστικής ιστοριογραφίας, μέσω των κατευθυνόμενων γραφίδων των σταλινιστών, κάνοντας λόγο για «γιορτές μίσους», κάθε φορά που οι πατριώτες έσπευδαν να τιμήσουν τους νεκρούς τους, κάλυψαν το κενό που υπήρχε και δημιούργησαν «πρότυπα», μετατρέποντας μορφές διεστραμμένων σφαγέων, όπως ο Βελουχιώτης (αλήθεια, γιατί πολλοί σιωπούν για την υπόθεση Μαραθέα;), ο καπετάν Γιώτης ή Χαρίλαος Φλωράκης και ο Μπελογιάννης, σε φυσιογνωμίες «ηρώων». Όμως, όσο κι αν προσπαθούν οι της κομμουνιστικής αριστεράς, τα εγκλήματα βγαίνουν στη φόρα… Είναι και αυτοί οι σπηλαιολόγοι που καταδύθηκαν στα άδυτα του σπηλαίου στο Φενεό, αεικίνητοι… Σήμερα, τα στερεότυπα υποχωρούν και νέοι επιστήμονες στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, αποζητούν να διαμορφώσουν μόνοι τους άποψη, αρνούμενοι να αναμασήσουν τα προπαγανδιστικά κείμενα των στρατευμένων γραφίδων του ΚΚΕ και της ευρύτερης αριστεράς.
Πως φτάσαμε στη σφαγή
Ο ΕΛΑΣ έδειξε από νωρίς τις προθέσεις του στην Πελοπόννησο. Η διάλυση της αντιστασιακής ομάδας του Στούπα, με τη μάχη της Λεύκης και οι πρώτες σφαγές (κατόπιν φρικτών βασανιστηρίων, οι επώνυμες μαρτυρίες αναρίθμητες) αθώων Ελλήνων πολιτών από τον ΕΛΑΣ, έδειξαν που πήγαινε το πράγμα. Κι όμως, αν και στην Αθήνα αλλά και αλλού ήδη είχαν αρχίσει να γίνονται πολλά «παράξενα», λίγοι μπόρεσαν να υποθέσουν που πήγαινε το πράγμα.

Αυτό, αν και ήδη οι μισοί Έλληνες και παραπάνω (όσοι αρνούνταν να συμπλεύσουν με το όργιο αίματος) είχαν ήδη χαρακτηριστεί από το ΕΑΜ/ΕΛΑΣ «δωσίλογοι», «προδότες», «ταγματασφαλίτες», «φασίστες» και βάλτε. Ακολούθησαν οι δολοφονίες του ταγματάρχη Χρήστου Καραχάλιου και του ίλαρχου Τηλέμαχου Βρεττάκου, αλλά και των δεκάδων συναγωνιστών τους ανταρτών. Φυσικά, οι κομμουνιστές απέκρυπταν μέσω τρομοκρατικών μεθόδων τη γνωστοποίηση της ύπαρξης των στρατοπέδων συγκέντρωσης όπως εκείνα στο χωριό Χαλβάτσου και στην Ποταμιά (δύο από τα περίπου 35 στρατόπεδα που διατηρούσε ο ΕΛΑΣ), όπου δεινοπάθησαν εκατοντάδες Έλληνες.
Όλα δια χειρός του αιμοσταγούς και διεστραμμένου Γενικού Αρχηγού του ΕΛΑΣ Πελοποννήσου Θανάση Κλάρα ή Άρη Βελουχιώτη (ανέλαβε το πόστο τον Απρίλιο του 1944, σκορπώντας τον όλεθρο), που έπνιξε στο αίμα το Βαλτέτσι (σκότωσαν εκεί οι κομμουνιστοσυμμορίτες πολλά γυναικόπαιδα), στο όνομα της «εκστρατείας» για το «κυνήγι της αντίδρασης», αλλά και το Φενεό, όπου χάθηκαν εκατοντάδες Έλληνες, που ρίχτηκαν στο εκεί σπήλαιο. Την ίδια ώρα, ο προδότης Μπελογιάννης, ο ηθικός αυτουργός των σφαγών στην Πελοπόννησο, οργάνωνε τους κομμουνιστές φανατίζοντάς τους, επιβάλλοντας μάλιστα την αρχή της «οικογενειακής ευθύνης» που οδήγησε στις μαζικές σφαγές.
Ακολούθησε η μάχη του Μελιγαλά (13-15 Σεπτεμβρίου 1944) και η σφαγή , μετά την πτώση της πόλης, άνω των χιλίων κατοίκων. Ο Μπελογιάννης, μαζί με τον Κουλαμπά και τον Πανταζή Φράγκο, ζήτησαν από τους αντάρτες του ΕΛΑΣ να μη μείνει τίποτα όρθιο και ζωντανό στο Μελιγαλά, ενώ από τον ασύρματο ο σφαγέας Άρης Βελουχιώτης διέταζε «προκειμένου περί ταγματασφαλιτών δεν πρέπει να γίνεται λόγος περί αιχμαλώτων», όπως διαβάζουμε στο εξαιρετικό βιβλίο του διαπρεπούς ομογενή μας Γιάννη Μπουγά (με τίτλο «Ματωμένες μνήμες 1940-45», εκδόσεις Πελασγός και γεμάτο αυθεντικές προσωπικές μαρτυρίες, ηχογραφημένες, από μάρτυρες των γεγονότων, στο συγγραφέα)….
Μελιγαλάς, η τραγωδία Τη μάχη και την πτώση της πόλης στα χέρια των δολοφόνων του ΕΛΑΣ, ακολούθησαν πλιάτσικο και εγκλήματα φρικτά. Όλα τα σπίτια των μη αριστερών λεηλατήθηκαν και πυρπολήθηκαν, ενώ οι «αντιδραστικοί» οδηγούνταν δεμένοι με καλώδια και σύρματα και κατά δεκάδες στην Πηγάδα στο Μπεζεστένι (δύο χλμ ΒΔ του Μελιγαλά), όπου και δολοφονούνταν, αλλά και στα γύρω χωριά (μόνο στο Νεοχώρι εκτελέστηκαν 150 άτομα, ενώ στο Σολάκιο και στην Ανθούσα, 200). Τα πτώματά τους τα πετούσαν στο βάραθρο. Αυτές ήταν οι εντολές από τους Άρη Βελουχιώτη, Νίκο Μπελογιάννη, Νικολόπουλο, Κλάπα, Ρουμπέα, Μπλάνα, Ωριών, Κουλαμπά, Ακρίτα, Βασίλη Μπράβο, Στάθη Καναβό, Τάκη Δορκοφίκη, Γιάννη Καραμούζη, Ηλία Δεδούση και Στέλιο Διακουμογιαννόπουλο και την κομμουνιστική σία που παρείχε τις «καταστάσεις» του ΕΑΜ (πολλοί εκ των δραστών των δολοφονιών στο Μπεζεστένι ζουν ακόμη και παίρνουν σύνταξη αντιστασιακού, εκ των οποίων και κάποιος αντάρτης του ΕΛΑΣ από το χωριό Πλατύ, ο Μ., που έσφαξε ενώπιον πολλών μαρτύρων τον ίδιο τον αδελφό του, θέλοντας προφανώς να δώσει τα διαπιστευτήριά του).
Παραθέτουμε ονόματα μερικών εκ των κομμουνιστών δραστών των μαζικών δολοφονιών στην Πηγάδα, για την ιστορία: Κωνσταντίνος Μπράβος, Διονύσιος Ελ. Σκλήρης, Ηλίας Σκλήρης, Σπύρος Ξιάρχος, Σπύρος Τζαβελέας, Χρήστος Νερούλιας, Αλέξανδρος Καραβίτης, Θόδωρος Καραβίτης, Παναγιώτης Νέζης, Γεώργιος Νέζης, Κωνσταντίνος Μάνεσης, Κυριάκος Μακρής, Χρήστος Γεωργανάς… Δεν τους ξεχνούμε. Οικογένειες ολόκληρες Ελλήνων ξεκληρίστηκαν διαχειρός τους… Ο ίδιος ο Καραμούζης γράφει ότι «ο Άρης και οι αντιπρόσωποι του κόμματος Κουλαμπάς και Ν. Μπελογιάννης είχαν πάρει την απόφασιν. Όλοι έπρεπε να εκτελεσθούν…»….
Τα φρικτά βασανιστήρια
«Οι εις το Μπεζεστένι ευρισκόμενοι ήσαν εις την διάθεσιν του κάθε καπετάνιου, όστις πήγαινε μέσα και συνελάμβανε όποιον ήθελε της αρεσκείας του, όπως ο τσοπάνος διαλέγει το σφακτό που θέλει να σφάξη, τον οδηγούσε έξω και τον εκτελούσε… Τους έκοβαν, άλλων το κεφάλι, τα χέρια, την μύτην, δηλαδή τους κακοποιούσαν, τους εβασάνιζαν πρώτα επάνω εις ένα κορμόν συκιάς με μάχαιραν ή πέλεκυν και τους έρριπτον εις την Πηγάδα έως ότου εκκαθάριζον εκείνους που ήθελον», μαρτυρεί ο ιερέας Παν. Παπαδόπουλος. Έσπαζαν σε πολλές περιπτώσεις όλα τα άκρα των θυμάτων και τους τύφλωναν, ενώ δολοφονούσαν τα παιδιά με τσεκούρια και μπαλτάδες (αλλά και με κλαδευτήρια!) μπροστά στους γονείς, ικανοποιώντας έτσι τα σαδιστικά τους ένστικτα. Οι δολοφονημένοι στην Πηγάδα υπολογίζονται σε 1154 (άνω των 50 ήταν γυναίκες, ενώ υπάρχει και αριθμός ανήλικων θυμάτων, μεταξύ τους και κοριτσιών), ενώ ο Καραμούζης ανεβάζει τον αριθμό στους 1200. Μιλάμε για περίπου 13 κουστωδίες κρατουμένων… Η σφαγή των (κυρίως αμάχων) διήρκεσε από τις 17 ως τις 20 Σεπτεμβρίου.

Oι κομμουνιστές δεν σταμάτησαν ποτέ να προκαλούν
Κι όμως ακολούθησαν περισσότερες κομμουνιστικές μεθοδεύσεις, όπως η συστηματική σπίλωση της μνήμης των θυμάτων με σκοπό την ηθική δολοφονία τους, μετά τη φυσική. Η αγυρτεία και η αλητεία στο απόγειό τους! Για την ιστορία: από την Πηγάδα η Ιατροδικαστική Υπηρεσία Αθηνών έβγαλε 500 ως 600 πτώματα (αδύνατον να αναγνωριστούν οι περισσότεροι, λόγω προχωρημένης αποσύνθεσης, η ίδια κατάσταση και στο Φενεό) τον Σεπτέμβριο του 1945 και σταμάτησε λόγω των συνθηκών και της απειλής κατά της δημόσιας υγείας, αν και υπήρχαν ακόμα πολλά πτώματα στο βάραθρο. Για τη σφαγή στο Μελιγαλά δικάστηκαν 31 άτομα από το στρατοδικείο της Καλαμάτας το καλοκαίρι του 1949. Εξ αυτών, όπως μας πληροφορεί ο Γιάννης Μπουγάς (επικαλούμενος δημοσιεύματα της εποχής των εφημερίδων της πόλης «Θάρρος» και «Σημαία»), 13 κομμουνιστές φονιάδες καταδικάστηκαν σε θάνατο, 11 σε ισόβια και επτά αθωώθηκαν. Εμείς δεν ξεχνούμε και κάθε χρόνο τέτοια εποχή θα είμαστε εκεί….

Τετάρτη 12 Σεπτεμβρίου 2018

ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ ,Η ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΠΕΤΡΑΣ .-( Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΤΗΣ ΕΘΝΕΓΕΡΣΙΑΣ ).

ΔΗΜ.  ΥΨΗΛΑΝΤΗΣ .

Με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου της 16ης Νοεμβρίου 1828,  η Πελοπόννησος και οι Κυκλάδες θα έμπαιναν κάτω από την εγγύηση των Μεγάλων Δυνάμεων, μέχρι να αποφασιστεί οριστικά η τύχη της Ελλάδας με τη συγκατάθεση της Υψηλής Πύλης. Αυτό σήμαινε, ότι υπήρχε ο κίνδυνος το ελληνικό κράτος να περιοριστεί μόνο στην Πελοπόννησο και τις Κυκλάδες. Ο Καποδίστριας όμως, γνωρίζοντας την πάγια αρχή της διπλωματίας, πως μια περιοχή που κατακτάται με τα όπλα, πολύ δύσκολα επιστρέφεται (ένα γνωστό παράδειγμα «επιστροφής» είναι η Βόρειος Ήπειρος και μάλιστα όχι μία φορά…), είχε ήδη στείλει ισχυρές δυνάμεις στη Στερεά Ελλάδα για να την απαλλάξει από την τουρκική κυριαρχία. Έτσι, όταν θα υπογραφόταν η οριστική Συνθήκη Ανεξαρτησίας, ο Κυβερνήτης, θα έθετε τις Μεγάλες Δυνάμεις μπροστά σε τετελεσμένα γεγονότα.
Τα πολεμικά γεγονότα από τον Μάιο ως τον Αύγουστο 1829

Στη Δυτικά Ελλάδα, οι ελληνικές δυνάμεις, με επικεφαλής τον Ρίτσαρντ Τσορτς, κατέλαβαν τη Βόνιτσα, την Αμφιλοχία και τη Ναύπακτο και στις αρχές Μαΐου 1829 το Μεσολόγγι, κάτι που προκάλεσε θύελλα ενθουσιασμού στην Ελλάδα και ζωηρή αίσθηση στο εξωτερικό.
Στις 22 Μαρτίου 1829 όμως, οι Μεγάλες Δυνάμεις, υπόγραψαν το νέο Πρωτόκολλο του Λονδίνου, σύμφωνα με το οποίο αναγνωριζόταν αυτόνομο ελληνικό κράτος με βόρειο σύνορο τη γραμμή Παγασητικού – Αμβρακικού. Ένας ειδικός όρος που υπήρχε όμως στη Συνθήκη, προκάλεσε αναστάτωση στην ελληνική πλευρά. Έπρεπε να τερματιστούν οι εχθροπραξίες και να αποχωρήσουν άμεσα οι ελληνικές δυνάμεις από τη στερεά Ελλάδα. Ο Καποδίστριας, με τη γνωστή διπλωματική του ικανότητα και (προ)βλέποντας επικράτηση των Ρώσων στον πόλεμο με την Οθωμανική Αυτοκρατορία, άρχισε να κωλυσιεργεί, δηλώνοντας στους πληρεξούσιους των Μεγάλων Δυνάμεων, ότι δεν μπορούσε να κάνει κάτι με τους πολεμιστές της Στερεάς Ελλάδας, καθώς δεν ήταν άνδρες της κυβέρνησης αλλά επαναστατημένοι ντόπιοι πληθυσμοί!
Για να εξαργυρωθεί όμως η διπλωματική ευστροφία του Καποδίστρια, έπρεπε να υπάρξουν και στρατιωτικές επιτυχίες στο πεδίο της μάχης. Ο Δημήτριος Υψηλάντης, επικεφαλής των στρατιωτικών δυνάμεων στην Αττική, είχε κατορθώσει ως τις αρχές Μαΐου 1829, να εκδιώξει τους Τούρκους από όλα τα στρατηγικά σημεία της περιοχής, εκτός από την Αττική και τη Θήβα.
Στην Ανατολική Στερεά πάντως, ο αγώνας ήταν πιο δύσκολος, καθώς οι Τούρκοι μπορούσαν να φέρουν εύκολα ενισχύσεις από το Ζητούνι (Λαμία) ή ακόμα κι από τη Λάρισα. Την Εύβοια, την κατείχε ο φοβερός Ομέρ πασάς, ο οποίος μπορούσε ανά πάσα στιγμή να εκστρατεύσει εναντίον της Αττικής και της Βοιωτίας. Το ελληνικό ναυτικό εξάλλου, δεν μπορούσε να δράσει με ευκολία στην Α. Στερεά. Ο Καποδίστριας, έδωσε εντολή στον Δ. Υψηλάντη, να στείλει 1.000 άνδρες του απέναντι από το κάστρο του Καράμπαμπα της Χαλκίδας, στη βοιωτική πλευρά, για να εμποδίσουν τυχόν επιδρομές των Τούρκων της Εύβοιας σε Αττικοβοιωτία. Ο Υψηλάντης όμως, δεν υπάκουσε και, ενισχυμένος κι από το ιππικό του Χατζηχρήστου, επιχείρησε να καταλάβει την ερειπωμένη Θήβα. Η επιχείρηση αυτή που κράτησε αρκετούς μήνες, παραλίγο να αποβεί μοιραία για τα υπόλοιπα εδάφη που είχαν απελευθερωθεί ως τότε…
Στην περιοχή της Θήβας, υπήρχαν 1.500 Τούρκοι πεζοί και 200 ιππείς, στο Πυρί, τους Αγίους Θεοδώρους και τον Πύργο.

Ο Υψηλάντης, κατέλαβε τον Ανηφορίτη κοντά στον Καράμπαμπα, για να διακόψει κάθε επικοινωνία ανάμεσα σε Εύβοια και Θήβα, ενώ έστειλε τον Βάσσο στην Αττική για να εμποδίσει πιθανή άφιξη εχθρών από εκεί στη Θήβα. Τη νύχτα της 18ης Μαΐου, κατέλαβε με 700 άνδρες τα ερείπια της Θήβας, ενώ στις 21 Μαΐου, υπήρξε συμπλοκή μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων στο Πυρί, χωρίς κανένα αποτέλεσμα.

Από τότε, ακολούθησαν αψιμαχίες μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων στην περιοχή, χωρίς κάποια συγκλονιστική εξέλιξη. Έτσι, όταν ο Υψηλάντης μπήκε στη Θήβα, ο Βάσσος στρατοπέδευσε στο μοναστήρι του Αγίου Ιωάννη μεταξύ Χασιάς και Μενιδίου. Με 300 πεζούς κατέβηκε στην πεδιάδα και τοποθέτησε τους άνδρες του σε ενέδρα. Ο ίδιος, με μερικούς καβαλάρηδες κινήθηκε προς το Μενίδι. Εκεί συνάντησε 200 πεζούς Τούρκους και λίγους ιππείς. Στις μάχες που ακολούθησαν, οι Τούρκοι, που είχαν και τη βοήθεια από τη φρουρά της Αθήνας, υποχώρησαν άπρακτοι έχοντας πολλές απώλειες. Στις συγκρούσεις ως τις αρχές Αυγούστου, είχαν σκοτωθεί περίπου 1.000 και πολύ λιγότεροι Έλληνες.

Οι Τούρκοι, ζήτησαν τότε να αποχωρήσουν και οι μεν και οι δε από τη Θήβα και να αποφασίσουν για την τύχη της περιοχής οι Μεγάλες Δυνάμεις. Ο Δ. Υψηλάντης, απέρριψε πολύ σωστά την πρόταση, γιατί οι Τούρκοι που κατείχαν τη γειτονική Αττική θεωρούνταν κύριοι και της Θήβας, άρα η βοιωτική πόλη θα «πήγαινε» σε τουρκικά χέρια.
Η ανταρσία των Ελλήνων στρατιωτών

Στο μεταξύ, από τα τέλη Ιουλίου και τις αρχές Αυγούστου, υπήρχε ένα διογκούμενο κύμα διαμαρτυρίας των Ελλήνων στρατιωτών, οι οποίοι διαμαρτύρονταν για την καθυστέρηση της καταβολής των μισθών τους και την ποιότητα του σιτηρέσιου. Ο Κασομούλης, τονίζει χαρακτηριστικά ότι κάθε 8 μέρες έφτανε στο στρατόπεδο εφοδιοπομπή φέροντας «από τον πλέον κατωτέρας ποιότητος σίτον άθλιον και πικρόν». Το γεγονός της καθυστέρησης της καταβολής των μισθών, το εκμεταλλεύθηκε και η αντιπολίτευση που διέδιδε ότι τα στρατεύματα της Δυτικής Στερεάς υπό τον Αυγουστίνο Καποδίστρια, είχαν πάρει μισθούς 6 μηνών! Αυτό έκανε τον Υψηλάντη να διαμαρτυρηθεί έντονα στον Καποδίστρια (2 Αυγούστου). Ο Κυβερνήτης, κατέβαλε προσπάθειες για να λύσει τα προβλήματα που είχαν δημιουργηθεί. Στις 7 Αυγούστου ο Δ. Υψηλάντης και υψηλόβαθμοι αξιωματικοί του, βρισκόταν στη σκηνή του, συζητώντας για τις επόμενες κινήσεις τους.

Ξαφνικά, πολλοί στρατιώτες εγκατέλειψαν τις θέσεις τους και συγκεντρώθηκαν εκεί. Άρχισαν να διαμαρτύρονται φωνάζοντας ότι οι αρχηγοί τους «δεν φροντίζουν δια τους μισθούς των, μόνο καταγίνονται εις ματαιοπονίας και συμβιβασμούς. Σύντομα, η αγανάκτηση γενικεύθηκε και όπως γράφει χαρακτηριστικά ο Κασομούλης: «Παρουσιασθέντες όλοι, μ’ένα λίθον εις τας χείρας, ρίπτοντες αυτόν κάτω, έμπροσθεν της σκηνής του Στρατάρχου, εφώναζον: – Ανάθεμα όποιος καθίσει το βράδυ εις Θήβας!». Οι στασιαστές έφερναν κι ένα Ευαγγέλιο στο οποίο ορκίζονταν, ενώ οι πέτρες του αναθέματος σχημάτισαν ένα μικρό λόφο!

Ο Υψηλάντης και οι συνεργάτες του αιφνιδιάστηκαν. Πριν προλάβουν να κάνουν οτιδήποτε, οι στρατιώτες είχαν διασκορπιστεί προς τον Κιθαιρώνα και την Ελευσίνα, εγκαταλείποντας κανόνια, εφόδια και, μερικοί, ακόμα και τα όπλα τους! Ο Υψηλάντης έξαλλος, δεν ήθελε να φύγει προτιμώντας να αιχμαλωτιστεί ή να σφαγεί από τους Τούρκους «προς καταισχύνην του στρατού». Οι επιτελείς του μετά βίας κατάφεραν να τον πείσουν να φύγει και «να σωθεί δια την αγάπην της πατρίδος». Ακολουθούμενος από τον Ιθακήσιο αγωνιστή Διονύσιο Ευμορφόπουλο, τον Βορειοηπειρώτη οπλαρχηγό Σπυρομήλιο και τον Στερεοελλαδίτη καπετάνιο Ιωάννη Ρούκη, έφτασε στον αυχένα της Κάζας στον Κιθαιρώνα, όπου κατόρθωσε να συγκρατήσει, 600-700 αξιωματικούς και στρατιώτες. Οι υπόλοιποι έτρεχαν προς τα Κούντουρα και τη Σαλαμίνα (στη Μονή Φανερωμένης βρισκόταν η έδρα του Γενικού Φροντιστηρίου) «υβρίζοντες και Κυβερνήτην και Στρατάρχην και Θεόν και Διάβολον».

Η διάλυση του στρατοπέδου του Υψηλάντη, είχε σαν αποτέλεσμα οι Δ’ και Ε’ χιλιαρχίες των Δυοβουνιώτη και Κριεζώτη καθώς και τα υπόλοιπα τμήματα του στρατοπέδου του Ανηφορίτη, να αναγκαστούν να αποχωρήσουν προς τη Λοκρίδα, ενώ δύο μέρες αργότερα η ΣΤ’ χιλιαρχία του Μαυροβουνιώτη υποχώρησε από τον Άγιο Ιωάννη της Χασιάς στην Ελευσίνα.
Και όπως αναφέρει επιγραμματικά ο Κασομούλης: «Ούτως αμείφθησαν όλαι αι αιματοβαφείσαι θέσεις άνευ τινός κινδύνου και η Ανατολική Ελλάς πάλιν εφαίνετο το παιχνίδι της τύχης του πολέμου».

Ευτυχώς οι Τούρκοι που κατείχαν θέσεις γύρω από τη Θήβα, δεν καταδίωξαν τους Έλληνες που αποχώρησαν, είτε γιατί δεν είχαν ικανή διοίκηση είτε γιατί δεν αντιλήφθηκαν την πλήρη διάλυση του στρατοπέδου του Υψηλάντη.
Ο Ασλάν Μπέης από τη Λάρισα στην Αθήνα – Αναστάτωση από τη διάλυση του στρατοπέδου του Υψηλάντη

Στο μεταξύ, η τουρκική διοίκηση στη Λάρισα, πήρε εντολή από την Πύλη, να συγκεντρώσει όσο το δυνατόν περισσότερα τμήματα τακτικού στρατού, ώστε να σταλούν στο μέτωπο του Ρωσοτουρκικού Πολέμου. Αυτό έπρεπε να γίνει, χωρίς να εγκαταλειφθούν οι τουρκικές θέσεις στη Στερεά Ελλάδα. Έτσι, στάλθηκε από τη Λάρισα στην Αθήνα ο Ασλάν μπέης Μουχουρδάρης, Τουρκαλβανός αρχηγός, επικεφαλής 1.500 ανδρών (κατά τον Τρικούπη) ή 4.000 ανδρών (κατά τον Κασομούλη). Ήταν αρχές Σεπτεμβρίου 1829. Ο Ασλάν, βρίσκοντας αφύλακτες τις Θερμοπύλες, τις οποίες είχε εγκαταλείψει ο οπλαρχηγός Τσάνης Καρατάσος, προχώρησε από το Ζητούνι (Λαμία) προς τη Λιβαδειά και τη Θήβα και έφτασε ανενόχλητος στην Αθήνα.

Η είδηση της διάλυσης του στρατοπέδου της Θήβας και της καθόδου του Ασλάν μπέη στην Αθήνα, προκάλεσε μεγάλη ταραχή στους πληρεξούσιους της Δ’ Εθνικής Συνέλευσης του Άργους που μόλις είχε τελειώσει τις εργασίες της.

Προκλήθηκαν σοβαρές ανησυχίες για την τύχη της Στερεάς Ελλάδας. Ο Καποδίστριας, αντέδρασε άμεσα και ψύχραιμα. Έστειλε πρώτα στη Σαλαμίνα τον Ανδρέα Μεταξά, αρμόδιο επί των Στρατιωτικών του Γενικού Φροντιστηρίου για να εξετάσει την κατάσταση. Λίγες μέρες αργότερα, του υπαγόρευσε τα μέτρα που έπρεπε να πάρει. Του ζήτησε να μάθει τους πραγματικούς λόγους της «ανταρσίας» των στρατιωτών, να φροντίσει για την πληρωμή των μισθών μιας τριμηνίας και την καταβολή του σιτηρεσίου για έξι μήνες και να πείσει τον Δ. Υψηλάντη «να επισυνάξει το στράτευμα και να το τάξει σκεπαστικώς προς Λεβάδειαν» (16 Αυγούστου).
Η ανασυγκρότηση των ελληνικών δυνάμεων

Από την άλλη πλευρά, η θέση των Τούρκων δεν ήταν τόσο ευνοϊκή όσο φαινόταν. Ο Ασλάν μπέης, μπήκε ανενόχλητος στην Αθήνα, ανεφοδίασε τη φρουρά της πόλης και συγκέντρωσε τα υπόλοιπα στρατιωτικά τμήματα της Αττικής για να τα οδηγήσει στη Λάρισα. Μπορεί οι ελληνικές δυνάμεις να είχαν διαλυθεί, ήταν όμως ουσιαστικά άθικτες και καθώς η βάση της Σαλαμίνας ήταν κοντά, ανασυντάχθηκαν γρήγορα. Επίσης, σύντομα, οι Δ’ και Ε’ χιλιαρχίες των Καρατάσου και Σκουρτανιώτη βρέθηκαν στα νώτα του και η Κεντρική Στερεά βρισκόταν στα χέρια των Ελλήνων.

Ο Υψηλάντης, ενθαρρυνόμενος από τους επιτελείς του και όσους είχαν μείνει μαζί του, ακολούθησε τον δρόμο από τα Βίλια και τη Δόμβραινα και οχυρώθηκε στο στενό του Ζεμενού και το Δίστομο όπου ήδη είχε φθάσει ο Σκουρτανιώτης. Παράλληλα, με αποστολή αγγελιοφόρων στις γύρω περιοχές όπου παρέμεναν αδρανείς αρκετοί πολεμιστές, κάνοντας εκκλήσεις στη φιλοτιμία και τον πατριωτισμό τους, τους ζητούσε να επιστρέψουν. Ταυτόχρονα, ο Κριεζώτης με την Ε’ Χιλιαρχία στρατοπέδευσε στο Στεβενίκο, ενώ όσοι είχαν καταφύγει στη Σαλαμίνα, αφού πληρώθηκαν ξεκίνησαν στις 13 Αυγούστου άλλοι μέσω ξηράς και άλλοι μέσω θαλάσσης (από την Περαχώρα και τα Στραβά) να συναντήσουν τον Υψηλάντη. Συγκεντρώθηκαν στη Δόμβραινα και από εκεί, όλοι κατευθύνθηκαν στο χωριό Κουτουμουλάς (σημ. Κορώνεια) της Βοιωτίας, όπου είχε στρατοπεδεύσει ο Υψηλάντης. Έτσι, σε ελάχιστο χρονικό διάστημα, συγκεντρώθηκαν 3.000-3.500 πολεμιστές, αποφασισμένοι να διορθώσουν τα λάθη που είχαν κάνει τον τελευταίο καιρό.

Οι ελληνικές δυνάμεις, αποτελούνταν από τη φρουρά του Υψηλάντη με επικεφαλής τον Σπρομήλιο, τα σώματα του Ευμορφόπουλου και του Σκουρτανιώτη, τη Β’ Χιλιαρχία του Χριστόδουλου Χατζηπέτρου, τμήμα της Γ’ Χιλιαρχίας με επικεφαλής τον οπλαρχηγό Γιαννάκη Στράτο, τμήμα της Ζ’ Χιλιαρχίας υπό τον Τόλιο Λάζο, τη Δ’ Χιλιαρχία με επικεφαλής τον Γεώργιο Δυοβουνιώτη και το σώμα του Σουλιώτη οπλαρχηγού Ιωάννη Μπαϊρακτάρη.
Όσο για το πώς αντέδρασε ο Υψηλάντης όταν είδε τους στρατιώτες να επιστρέφουν; Τα όσα γράφει ο Κασομούλης, είναι χαρακτηριστικά: «Η οργή του Στρατάρχου εφαίνετο και εις τα κλαριά ζωγραφισμένη»…
Η μάχη της Πέτρας

Στις 28 Αυγούστου, ο Υψηλάντης εγκατέστησε το στρατηγείο του στη μονή του Αγίου Νικολάου πάνω από τα στενά της Πέτρας, απ’ όπου θα περνούσαν υποχρεωτικά οι Τούρκοι κατά την επιστροφή τους από την Αθήνα. Η Πέτρα, βρίσκεται μεταξύ Θήβας και Λιβαδειάς και ήταν η καταλληλότερη τοποθεσία για την αντιμετώπιση των Τούρκων.
Πριν την αποξήρανση της Κωπαΐδας, τα νερά της λίμνης έφθαναν ως τον βράχο (γι’ αυτό και ονομαζόταν Πέτρα) και άφηνε μόνο ένα στενό πέρασμα. Την οχύρωση της τοποθεσίας, την ανέθεσε ο Υψηλάντης στον πεντακοσίαρχο Κούστια Μάκου που φρόντισε να χτιστούν οχυρώματα στις κατάλληλες θέσεις. Κατασκευάστηκαν συνολικά έξι οχυρώματα, που περιγράφει λεπτομερώς ο Κασομούλης στα «Ενθυμήματα». Δεν θεωρούμε σκόπιμο να τα αναφέρουμε εδώ αναλυτικά. Πρέπει όμως να σημειώσουμε ότι η τοποθεσία είχε οργανωθεί αμυντικά σε όλο της το πλάτος και σε αρκετό βάθος και μάλιστα σε δυο γραμμές άμυνας. Το ηθικό των στρατιωτών, βρισκόταν σε άριστη κατάσταση και όλοι είχαν συνειδητοποιήσει την κρισιμότητα των στιγμών.
Μετά από εκνευριστική αναμονή 12 ημερών, το απόγευμα της 10ης Σεπτεμβρίου, φάνηκε να πλησιάζει προς την Πέτρα ο τουρκικός στρατός, με επικεφαλής τον Οσμάναγα Ουτσιάκαγα, αρχηγό των τακτικών στρατευμάτων της Αττικής και τον Ασλάν μπέη. Όπως γράφει ο Κασομούλης: «Εφαίνετο μεταξύ των θάμνων τόσο πολυάριθμος, ώστε εις τους οφθαλμούς του στρατού επαρουσιάζετο ότι ήθελεν μας καταπατήσει και διαβεί. Όλων η καρδία κτυπούσεν συλλογιζόμενοι ότι δυσκόλως έμελλε να ανθέξουν εις το πλήθος τούτο, αμιλλώμενοι και ενθαρρυνόμενοι ένας τον άλλον να βαστάξουν την γενικήν ταύτην μάχην από την οποίαν εκρέμετο η τύχη της Στερεάς Ελλάδος, αποφάσισαν να απεθάνουν και να μην υποχωρήσουν εις την προσβολήν».

Ο Κασομούλης, γράφει ότι η δύναμη των Τούρκων ήταν 8.000 άνδρες (4.500 τακτικοί Τούρκοι στρατιώτες και 3.500 Τουρκαλβανοί άτακτοι) ενώ ο Τρικούπης τους περιορίζει σε 5.000.
Περιφρονώντας τις ελληνικές δυνάμεις, επειδή κόντευε να νυχτώσει, οι Τούρκοι στρατοπέδευσαν κοντά στα ελληνικά οχυρώματα, ανάμεσα στην Πέτρα και του χωριού Βρασταμίτες και παρέμειναν αδρανείς την επόμενη μέρα.
Εν τω μεταξύ, πρέπει να σημειώσουμε, ότι ο Κριεζώτης με την Ε’ Χιλιαρχία από το Στεβενίκο και ο Καρατάσος με το σώμα του από την Άμπλιανη, επειδή είχαν δυσαρεστηθεί με τον Υψηλάντη, δεν ανταποκρίθηκαν στις εκκλήσεις του. Ο Κριεζώτης όμως, την τελευταία στιγμή, όταν πληροφορήθηκε την άφιξη των τούρκων, έσπευσε με την Ε’ Χιλιαρχία του στην Πέτρα…
Καθώς στις 11 Σεπτεμβρίου οι Τούρκοι παρέμεναν αδρανείς, οι Έλληνες βρήκαν την ευκαιρία να ενισχύσουν τα αδύνατα σημεία των οχυρωμάτων τους. Τα χαράματα της 12ης Σεπτεμβρίου, το σύνολο των τουρκικών δυνάμεων κινήθηκε εναντίον των ελληνικών θέσεων. Παράλληλα, 300 πεζοί και μερικοί ιππείς, κατέλαβαν το χωρίο Βρασταμίτες για να καλύψουν τα νώτα των επιτιθεμένων.

Οι Τούρκοι, παρά τα πυκνά πυρά, έφθασαν στο οχύρωμα 1 του Χατζηπέτρου και ετοιμάζονταν να το καταλάβουν. Τις κρίσιμες εκείνες στιγμές, 700 Έλληνες υπό τους Δυοβουνιώτη, Ιωάννη Μαμούρη, Κριεζώτη και Ψαροδήμο (αγωνιστή του 21 από τον Όλυμπο), επιτέθηκαν με μανία εναντίον των Τούρκων και τους ανάγκασαν να υποχωρήσουν από το οχύρωμα. Οι Αλβανοί, που είχαν εισβάλλει στο οχύρωμα 2, έχοντας επικεφαλής τον Ασλάν μπέη (Σπυρίδων Τρικούπης), δέχτηκαν κι αυτοί σφοδρή επίθεση από ελληνικές δυνάμεις και υποχώρησαν, ενώ ο Σπυρομήλιος με το σώμα του, έδιωξε τους Τούρκους απ’ τους Βρασταμίτες.
Οι Έλληνες επικράτησαν ολοκληρωτικά στο πεδίο της μάχης. 100 Τούρκοι νεκροί και εκατοντάδες τραυματίες ήταν ο απολογισμός της δίωρης σύγκρουσης. Από την άλλη πλευρά, αναφέρονται 3 Έλληνες νεκροί και 12 τραυματίες (έγγραφο του Δ. Υψηλάντη προς τον Καποδίστρια στις 16 Σεπτεμβρίου). Ωστόσο, ο αριθμός αυτός φαίνεται μικρός.
Ο Ασλάν μπέης, κατάλαβε ότι δεν είχε νόημα να συνεχίσει τη μάχη. Έπρεπε να φτάσει στη Λάρισα όσο πιο γρήγορα γινόταν και χωρίς άλλες απώλειες. Έτσι αποφάσισε να διαπραγματευτεί με τον Υψηλάντη για να μπορέσει να περάσει από την περιοχή. Ούτε ο Υψηλάντης, ούτε ο Ασλάν μπέης όμως, γνώριζαν ότι στις 2 Σεπτεμβρίου είχε τερματιστεί ο Ρωσοτουρκικός πόλεμος (Συνθήκη Αδριανούπολης)…

Η Συνθήκη Ελλήνων και Τούρκων στην Πέτρα, μετά από πολύωρες διαβουλεύσεις, υπογράφτηκε τη νύχτα της 13ης προς 14η Σεπτεμβρίου 1829 και τηρήθηκε ευλαβικά. Η αποχώρηση του τουρκικού στρατού, σηματοδότησε την απελευθέρωση της Στερεάς Ελλάδας. Έμειναν μόνο οι τουρκικοί θύλακες της Αθήνας, της Εύβοιας και της βοιωτικής ακτής της Χαλκίδας, αλλά πλέον, δεν μπορούσαν ν’ ανατρέψουν την κατάσταση που είχε διαμορφωθεί.

Η σημασία της νίκης στην Πέτρα – Επίλογος

Η μάχη της Πέτρας, ήταν η τελευταία του Αγώνα. Με τη Συνθήκη που υπογράφτηκε, υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν τη Στερεά Ελλάδα οι τελευταίες αλλά ισχυρές τουρκικές δυνάμεις. Για πρώτη και μοναδική φορά μάλιστα, επίλεκτη τουρκική δύναμη υποχρεώθηκε να συνθηκολογήσει στο πεδίο της μάχης.
Το κείμενο της συνθηκολόγησης, αποτέλεσε ολοφάνερη απόδειξη της επικράτησης των Ελλήνων στη Στερεά Ελλάδα και χρησιμοποιήθηκε έντεχνα από τον Καποδίστρια στις επαφές του με τους διπλωμάτες των Μεγάλων Δυνάμεων για τη χάραξη των συνόρων του νέου ελληνικού κράτους.

Σημαντικό ρόλο, έπαιξε η παρέμβαση του Κυβερνήτη για τον τερματισμό της ανταρσίας των πολεμιστών. Ο Δημήτριος Υψηλάντης, έστω και στο παρά ένα, αναλογιζόμενος ίσως και το «βαρύ» όνομα της οικογένειάς του, ανέκτησε το θάρρος του και αντιμετώπισε τους Τούρκους στην Πέτρα. Οι στρατιωτικοί και διπλωματικοί του χειρισμοί εκείνο το διήμερο του 1829 στη Βοιωτία, κατέδειξαν τις ικανότητές του, που μάλλον δεν είχαν την αναγνώριση που άξιζαν. Τελείωσε έτσι με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, αυτό που άρχισε 8,5 χρόνια πριν ο αδελφός του Αλέξανδρος στις παραδουνάβιες ηγεμονίες…

Σάββατο 1 Σεπτεμβρίου 2018

ΤΑ < ΚΑΛΑ > ΤΩΝ ΓΕΡΜΑΝΩΝ . -ΜΗΝΑΣ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ


    ΜΗΝΑΣ  ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ


2 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 1944 Αρχίζει η εκκένωση της Ελλάδος από τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής. Η εκκένωση αρχίζει από τα νησιά του Αιγαίου προς την Ρόδο και από εκεί προς την ηπειρωτική Ελλάδα.
—Οι Γερμανοί εκκενώνουν το Σουφλί και την Καρδίτσα και εκτελούν 34 Έλληνες στην Καλλιθέα και 250 στον Χορτιάτη.
Χορτιάτης, 2 Σεπτεμβρίου 1944…
Ο κύκλος του θανάτου όμως μόλις έχει ανοίξει, με τον Σούμπερτ και την ομάδα του να ετοιμάζουν την τελική φάση του προμελετημένου εγκλήματος. Τοποθετούν τους κατοίκους του χωριού σε σειρές των δύο και τριών ατόμων και -αν και η αρχική σκέψη ήθελε ως προορισμό και τόπο της μαζικής εκτέλεσης το νεκροταφείο- δημιουργούν πομπές από την πλατεία προς το σπίτι του Νταμπούδη και από το κέντρο του προέδρου στο φούρνο του Γκουραμάνη. Με βαριά βήματα οι πορείες φτάνουν έξω από τα κτίρια που σε λίγο θα μετατραπούν σε νέα κρεματόρια. Οι κατακτητές και οι Έλληνες συνεργάτες τους στοιβάζουν τον κόσμο μέσα στα δύο κτίρια.
Στο φούρνο του Γκουραμάνη νεκρική σιγή, μιλάνε οι ματιές, υγρές, βαθιές. Όμως και μια σπίθα ελπίδας. Ένα παράθυρο στο πίσω μέρος του φούρνου, η ύπαρξη του οποίου διαφεύγει αρχικά της προσοχής των Γερμανών, αποτελεί πραγματικό παράθυρο προς τη ζωή για λιγοστά εγκλωβισμένα μικρά παιδιά, που από κει καταφέρνουν να πηδήξουν έξω και να βρουν διέξοδο σωτηρίας. Σύντομα οι κατακτητές θα το αντιληφθούν και θα στήσουν απέναντι στρατιώτες, που σκοτώνουν όσους επιχειρούν να διαφύγουν.
Στην είσοδό του στήνουν ένα πολυβόλο και ξεκινούν να «γαζώνουν» το φούρνο. Στη συνέχεια, ρίχνουν στους συγκεντρωμένους άχυρα και εμπρηστική σκόνη, που με τις πρώτες ριπές μετατρέπουν το φούρνο σε κόλαση πυρός. Άλλοι πέφτουν νεκροί από τα πυρά, άλλοι καίγονται ζωντανοί, κάποιοι, ακόμη και γυναίκες με τα μωρά τους στην αγκαλιά, επιχειρούν να βγουν από την πόρτα. Και εκεί όμως περιμένουν στρατιώτες που είτε σφάζουν, είτε πυροβολούν όσους βγαίνουν, δημιουργώντας σωρούς πτωμάτων. Μιαν ανάσα και έξοδος, «ηρωική», δίχως λογική -που να χωρέσει άλλωστε! Μέσα στην αναστάτωση κάποια παιδιά καταφέρνουν να βγουν έξω σώα. Σώζονται βγαίνοντας από τα φλεγόμενα κτίρια κρυμμένα πίσω από μεγαλύτερους και αναγκαζόμενα να παραστήσουν επί ώρες τα νεκρά ανάμεσα σε στοίβες πτωμάτων. Το ίδιο σκηνικό έχει στηθεί και στο σπίτι του Νταμπούδη. Οι γρατσουνιές στους τοίχους καταμαρτυρούν την προσπάθεια των απελπισμένων εγκλείστων να σωθούν από τις φλόγες και την βουλή της Ατρόπου Μοίρας.
Οι Γερμανοί και οι ταγματασφαλίτες, που θα τους ξεπεράσουν σε βιαιότητα και απανθρωπιά, δεν θα αποχωρήσουν παρά αργά το απόγευμα και αφού βεβαιωθούν ότι κανείς δεν έχει γλιτώσει της εκδικητικής τους μανίας, ότι δεν έχει απομείνει τίποτα να καεί και να λεηλατηθεί. Δεν θα χορτάσουν όμως να σκοτώνουν. Κατηφορίζοντας από το κατεστραμμένο χωριό θα συναντήσουν στο δρόμο τον 20χρονο Βάιο Νταμπούδη, ο οποίος επέστρεφε από το σανατόριο του Ασβεστοχωρίου, όπου είχε επισκεφθεί τον εκεί νοσηλευόμενο ασθενή πατέρα του. Τον συλλαμβάνουν και τον εκτελούν και αυτόν αναίτια και εν ψυχρώ.
Αφήνουν πίσω τους καταστροφή. Το χωριό καμένο και ολότελα κατεστραμμένο (περισσότερα από 300 σπίτια και κτίρια έχουν μετατραπεί σε στάχτες), πτώματα σκορπισμένα παντού, η μυρωδιά της καμένης σάρκας διάχυτη. Ο απολογισμός τραγικός: 149 νεκροί, από τους οποίους οι 51 ανήλικοι και από αυτούς οι 36 κάτω των 10 ετών -ακόμη και αβάπτιστα βρέφη. Άλλοι εν ψυχρώ εκτελεσμένοι, άλλοι καμένοι ζώντες. Μια ακόμη μαύρη σελίδα στην ιστορία έχει γραφτεί, το Ολοκαύτωμα του μαρτυρικού Χορτιάτη έχει συντελεστεί. Από το φούρνο του Γκουραμάνη, το σπίτι του Νταμπούδη και άλλα σημεία του χωριού θα γλιτώσουν ελάχιστοι.
3 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 1942 Οι Γερμανοί εκτελούν στις φυλακές Αγιάς Χανίων τον Τχη (ΠΖ) Ραυτόπουλο Αλέξ. για την αντιστασιακή του δράση.
4 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 1941 Οι Γερμανοί εκτελούν 10 Έλληνες στην Λιβαδειά Ρεθύμνου.
—1944 Οι γερμανοί αρχίζουν την εκκένωση της Πελοποννήσου και των Ιονίων νήσων, ενώ ολοκληρώνουν την εκκένωση του Έβρου.
5 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 1944 Οι Γερμανοί εκτελούν 50 Έλληνες στο σκοπευτήριο της Καισαριανής.
8 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 1944 Εκτελείται στο Χαϊδάρι από τους Γερμανούς η Λέλα Καραγιάννη, αρχηγός της μυστικής οργάνωσης “Μπουμπουλίνα”. Μαζί της εκτελέστηκαν 72 ακόμα Έλληνες.
9 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 1943 Την 9η Σεπτεμβρίου 1943, τμήματα του γερμανικού στρατού εισέβαλαν στο χωριό Ριζόμυλοι του Νομού Μαγνησίας, το οποίο ήταν ήδη εγκατελειμένο από τους κατοίκους, και κατέστρεψαν και έκαψαν ότι είχαν προλάβει να στήσουν και να κτίσουν οι κάτοικοι του Ριζομύλου μετά το κάψιμο της 23ης Μαρτίου 1943.
Τα θύματα που έχει η Κοινότητα από το 1940 έως το 1945 συνεπεία του πολέμου είναι: 30.
1944 Οι γερμανοί εκκενώνουν την Νάουσα.
11 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 1943 Οι Γερμανοί εκτελούν 50 Έλληνες πατριώτες στην Κρήτη.
—Οι Γερμανοί κυριεύουν τα Δωδεκάνησα, στο πλαίσιο του αφοπλισμού των Ιταλών πρώην συμμάχων τους.
—Οι Γερμανοί με συνεχείς βολές πυροβολικού καταστρέφουν το χωριό Αετός του Νομού Μεσσηνίας και στη συνέχεια μεταβαίνουν επί τόπου και το καίνε. Οι κάτοικοι το είχαν ήδη εγκαταλείψει μετά τις πρώτες βολές του πυροβολικού. Οι λίγοι γέροντες που έμειναν στο χωριό εκτελέστηκαν από τους Γερμανούς η κάηκαν. Εκτελεσθέντες-πυρποληθέντες: 7 άτομα από τον Αετό και 3 από γειτονικά χωριά. Από τις 360 κατοικίες καταστράφηκαν περίπου οι 280. Η αποθηκευμένη σοδειά κάηκε η λεηλατήθηκε.
12 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 1943 Τμήματα ανταρτών υπό τον καπετάν Μπαντουβά, μετά από οκτάωρο σκληρό αγώνα, αποκρούουν ισχυρές γερμανικές επιθέσεις στην Σύμη Βιάνου του Νομού Ηρακλείου, προκαλώντας σ' αυτές σοβαρές απώλειες.
—Εκτελέσεις από Γερμανούς στον Πεύκο του Νομού Ηρακλείου. Οι εκτελέσεις στον Πεύκο ξεκίνησαν από τις 12 Σεπτεμβρίου αμέσως μετά τη Μάχη στη Σύμη. Οι Γερμανοί που σώθηκαν από την επίθεση των ανταρτών, στην οπισθοχώρηση τους προς τον Πεύκο συνάντησαν και σκότωσαν τέσσερις άνδρες και έβαλαν φωτιά στα πρώτα σπίτια.
13 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 1943 (Μια θλιβερή επέτειος για την Κέρκυρα. Την τραγική εκείνη νύχτα της 13ης προς 14η Σεπτεμβρίου 1943 οι Κερκυραίοι λόγω των γερμανικών βομβαρδισμών άρχισαν πανικόβλητοι να εγκαταλείπουν την πόλη κατά μεγάλες ομάδες προς τα γύρω χωριά. Πολλοί όμως αναζήτησαν προσωρινό καταφύγιο στις στοές των μεσαιωνικών οχυρώσεων της πόλης. Η πόλη υπέστη καταστροφή.
—(στον Νομό Λασιθίου Κρήτης) • Ανακηρύσσεται απαγορευμένη ζώνη από Άνω Βιάννο μέχρι Παρσά συμπεριλαμβανομένης της παραλιακής ζώνης.
• Ενίσχυση γερμανικών στρατευμάτων στην περιοχή και έναρξη των επιχειρήσεών τους.
• Συλλαμβάνονται κάτοικοι των χωριών Συκολόγος και Καλάμι και μεταφέρονται στην Άνω Βιάννο στο γυμνάσιο.
• Πυρπολούνται η Κάτω και η Πάνω Σύμη.
14 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 1943 Οι Γερμανοί καταστρέφουν 11 χωριά και εκτελούν 352 άνδρες στην επαρχία Βιάννου της Κρήτης. Η πρόθεση των Γερμανών να εκτελέσουν και άλλους 400 ομήρους ματαιώθηκε την τελευταία στιγμή μετά από επέμβαση του μετέπειτα αρχιεπισκόπου Κρήτης Ευγένιου Ψαλιδάκη.
Συνοπτικά: Συλλήψεις στην Άνω Βιάννο και μεταφορά των συλληφθέντων στο γυμνάσιο. Εκτελέσεις στην Άνω Βιάννο (2), Βαχό (22), Αμιρά (114), Κεφαλοβρύση (36), Κρεββατά (21), Άγιο Βασίλειο (33), Πεύκο (16, από 12 έως 17/9), Κάτω Σύμη (22, στις 14 και 16/9), Συκολόγος (1). Πυρπολείται ο Πεύκος.
15 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 1943 Οι Γερμανοί εισβάλουν στο χωριό Συκολόγος του Νομού Ηρακλείου.
Τα χαράματα στις 15 Σεπτεμβρίου ο Συκολόγος βρέθηκε περικυκλωμένος από τους Γερμανούς που είχαν τοποθετήσει πολυβόλα σε όλους τις εξόδους. Μια ομάδα μπήκε στη συνέχεια στο χωριό και μάζεψε στην πλατεία του μεγάλου Πρίνου περίπου τριάντα άντρες, όλους υπερήλικες. Οι νέοι άνδρες του Συκολόγου είχαν μεταφερθεί όμηροι στη Βιάννο και έτσι ο Συκολόγος γλίτωσε από τις ομαδικές εκτελέσεις. [βλ. και προηγούμενη ημέρα]
—Σφαγές και ολοκαυτώματα στα χωριά της Ιεράπετρας του Νομού Λασιθίου στην Κρήτη.
Το πρωί της 15ης Σεπτεμβρίου 1943 δύναμη Γερμανών φτάνει στο Λουτράκι, βάζει φωτιά στα σπίτια και στην εκκλησία του Αρχαγγέλου Μιχαήλ και εκτελεί τον μοναδικό κάτοικο που βρήκε εκεί, ενώ ένα άλλο τμήμα Γερμανών κατευθύνεται στη Ρίζα.
Συλλαμβάνουν όσους άνδρες βρίσκουν εκεί, δέκα (10) τον αριθμό και τους εκτελούν έξω από το σχολείο κοντά στην εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνα.
Στο συνοικισμό Καημένου συλλαμβάνουν ακόμη πέντε(5) άντρες και τους εκτελούν επί τόπου.
Στο συνοικισμό Σφακούρα συλλαμβάνουν έξι (6) άνδρες και μία (1) γυναίκα που βρήκαν εκεί και την έκαψαν ζωντανή μέσα στο σπίτι της.
—Σφαγές στις Μουρνιές Ιεράπετρας.
Οι Γερμανοί κινούνται από τη Ρίζα προς τις Μουρνιές. Φτάνοντας εκεί συλλαμβάνουν δεκαπέντε (15) άντρες και τους οδηγούν στη Σφακούρα. Επίσης στο ίδιο σημείο οδηγούν έξι (6) άνδρες από τον Παρσά και στη συνέχεια εκτελούν όλους τους συγκεντρωμένους στα Σφάκουρα στη θέση Σελί.
Οι Γερμανοί που κατέστρεψαν τα Γδόχια και εκτέλεσαν τους κατοίκους (16 Σεπτεμβρίου 1943) μπαίνουν στις Μουρνιές. Διατάσσουν τα γυναικόπαιδα να συγκεντρωθούν για να φύγουν για την Ιεράπετρα. 1ο η ώρα το πρωί μόλις τα γυναικόπαιδα αποχώρησαν μια ομάδα Γερμανών που έμεινε πίσω έβαλε φωτιά στο χωριό. Κάηκε ζωντανή μέσα στο σπίτι της μία γυναίκα. Η ίδια ομάδα προχώρησε προς τη Ρίζα περίπου ώρα 11.30 και έβαλε φωτιά στο συνοικισμό Καημένου. Τα γυναικόπαιδα οδηγήθηκαν στην Ιεράπετρα. Η περιοχή κηρύχθηκε νεκρή ζώνη και οι εκτελεσμένοι παρέμειναν άταφοι μέχρις ότου 45 μέρες μετά δόθηκε η 24ωρη άδεια μετάβασης στην περιοχή για να περισυλλεγεί ότι είχε απομείνει από τα πτώματα.
—Σφαγές στον Μύρτο Ιεράπετρας.
Το πρωί της 15ης Σεπτεμβρίου 1943, ημέρα Τετάρτη οι Γερμανοί ξεκινούν από τα Τσέρτσα και στις 9 η ώρα φτάνουν στο Βάτο. Ύστερα από δίωρη στάση στη τοποθεσία αυτή χωρίζονται σε δύο τμήματα και ο ένας λόχος με μια διμοιρία Βάφεν Ες Ες φτάνουν στο Μύρτο. Ο γερμανός αξιωματικός δηλώνει στον πρόεδρο του χωριού πως το χωριό θα καεί και δίνει προθεσμία δύο ώρες για να πάρουν οι κάτοικοι ότι μπορούν και φύγουν. Η διμοιρία των Ες Ες ξεχύνεται μέσα στο χωριό και συλλαμβάνει δέκα (10) άνδρες τους οποίους οδηγεί πίσω από τον Άγιο Αντώνιο και τους εκτελούν επί τόπου ενώ οι άλλοι Γερμανοί πηγαινοέρχονται στο χωριό μήπως ξεφύγει κανείς και εκτελούν στις θέσεις Πέτρου και Μαγατζέ άλλα επτά (7) άτομα, μεταξύ των οποίων μια γυναίκα μέσα στο σπίτι της και έναν ανάπηρο άνδρα.
Μετά τις εκτελέσεις οι Γερμανοί λεηλατούν το χωριό και στις 4 η ώρα το απόγευμα βάζουν φωτιά στα σπίτια. Για μέρες ολόκληρες από το Μύρτο ξεπηδούν καπνοί και όσοι κάτοικοι γλίτωσαν την εκτέλεση καταφεύγουν ξεριζωμένοι στα χωριά Καρκάσα, Ανατολή και στην Ιεράπετρα, ενώ ολόκληρη η περιοχή κηρύσσεται νεκρή ζώνη.
Οι Γερμανοί από το Μύρτο ενώνονται με μια άλλη ομάδα που έφτασε στο χωριό και φεύγουν αργά το απόγευμα για το Βάτο και από εκεί σκορπίζονται σε όλη την παραλιακή ζώνη έως την περιοχή Ψαρή Φοράδα.
Δύο μέρες αργότερα σε μια αιφνιδιαστική επίσκεψη των Γερμανών στο Μύρτο συλλαμβάνονται μέσα στο χωριό τέσσερις άνδρες που είχαν επιστρέψει αναζητώντας ανάμεσα στα ερείπια κάτι από το βιός τους. Οι Γερμανοί χρησιμοποίησαν για να μεταφέρουν στη παραλία διάφορα αντικείμενα από σπίτια που δεν κάηκαν και εκτέλεσαν έναν από αυτούς στη θέση Πλατανάκια. Με την εκτέλεση αυτή, οι εκτελεσθέντες στο Μύρτο φτάνουν τους 18. Το χωριό καταστρέφεται ολοκληρωτικά.
—Σφαγές στην Γδόχια Ιεράπετρας.
Την ίδια ημέρα με την καταστροφή του Μύρτου, 15 Σεπτεμβρίου 1943, οι Γερμανοί μπαίνουν στο χωριό Γδόχια, αφού προηγουμένως συλλαμβάνουν και εκτελούν επί τόπου σε διάφορα σημεία δώδεκα (12) άτομα από τα Γδόχια και την Κάτω Σύμη μεταξύ των οποίων τρεις (3) γυναίκες και ένα βρέφος 6 μηνών.
Μπαίνουν στα Γδόχια από τα Κάτω Γδόχια και τα Παπαδιανά και συλλαμβάνουν όλους τους κατοίκους άνδρες, γυναίκες, παιδιά. Κλείνουν τους Κατωγδοχιανούς μέσα στην εκκλησία των Αγίων Δέκα και τους Παπαδιανούς και Δασκαλιανούς μέσα στο σχολείο.
Την ίδια στιγμή λεηλατούν το χωριό και αρπάζουν ότι αξιόλογο υπήρχε. Το απόγευμα της ίδιας μέρας μια ομάδα Γερμανών που μετακινήθηκε από Γδόχια προς Μύρτο συνέλαβε και οδήγησε στη θέση Στενά, όπου τους εκτέλεσε πέντε (5) άτομα από τα Γδόχια. Ο αριθμός των έγκλειστων γυναικόπαιδων ήταν μεγάλος (από τα Παπαδιανά, και από την Κάτω Σύμη που είχαν καταφύγει στα Γδόχια με την ελπίδα να σωθούν) και δεν χωρούσαν πλέον μέσα στο σχολείο γι΄ αυτό γέμισαν και δύο ακόμη σπίτια. Το βράδυ μετακίνησαν τα γυναικόπαιδα από την εκκλησία των Αγίων Δέκα στα παπαδιανά για να τα συγκεντρώσουν όλα στο ίδιο μέρος και άφησαν τους άνδρες, 17 τον αριθμό στην εκκλησία. Από εκεί , 9 η ώρα το βράδυ τους μετέφεραν στην τοποθεσία Καρτσανά και τους εκτέλεσαν. Μαζί τους εκτέλεσαν και ένα ακόμη ανάπηρο πνευματικά παιδί από το Συκολόγο που συνάντησαν στο δρόμο. Από τη χαριστική βολή διασώθηκε ο Ιωάννης Ν.Πηγιάκης. Στα Κάτω Γδόχια έκαψαν ζωντανό πάνω στο κρεβάτι του έναν τραυματισμένο άνδρα και μια παράλυτη γυναίκα.
Ο τελικός απολογισμός της επιχείρησης των Γερμανών στα Γδόχια ανέρχεται σε 42 εκτελεσθέντες, μεταξύ των οποίων τέσσερις (4) από Κάτω Σύμη και έναν από το Συκολόγο. Επίσης εκτελέστηκαν στην Άνω και Κάτω Σύμη ακόμη 6 κάτοικοι Γδοχίων.
Τα γυναικόπαιδα οδηγήθηκαν σε φάλαγγα προς την Ιεράπετρα χωρίς να τους επιτραπεί να πάρουν μαζί τους ούτε ένα κομμάτι ψωμί για τα παιδιά. Οι Γερμανοί περίμεναν αρκετή ώρα ώσπου να απομακρυνθούν τα γυναικόπαιδα, λεηλάτησαν το χωριό και έβαλαν φωτιά ρίχνοντας εμπρηστική σκόνη την οποία πυροδοτούσαν πυροβολώντας με τα πιστόλια. Μέσα σε λίγη ώρα το χωριό παραδόθηκε στις φλόγες ενώ τα πτώματα των εκτελεσμένων κείτονταν άταφα μέσα και έξω από το χωριό κατακρεουργημένα από τις σφαίρες.
Τα γυναικόπαιδα οδηγήθηκαν στην Ιεράπετρα. Εκεί παρέμειναν για 15 περίπου ημέρες και μετά από έγκριση των Αρχών Κατοχής μοιράστηκαν στα γύρω χωριά ενώ. Στο μεταξύ επέστρεφαν δειλά στις οικογένειές τους οι άνδρες που διασώθηκαν. Οι νεκροί παρέμειναν άταφοι στα χωριά που είχαν κηρυχθεί νεκρή ζώνη και μόνο μετά από 45 ημέρες δόθηκε 24ωρη άδεια για να περισυλλεγούν ότι είχε απομείνει από τα πτώματα και να ταφούν πρόχειρα.
—1944 (ίσως να πρόκειται για σύγχυση με την προαναφερόμενη ημερομηνία) Οι Ναζί εκτελούν 43 άντρες, 2 γυναίκες και ένα βρέφος 6 μηνών στην κοινότητα Γδόχια Κρήτης.
16 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 1943 Στις 16 Σεπτεμβρίου 1943 ο Δήμος Γιαννιτσών με επικεφαλής το Δήμαρχο, Θωμά Μαγκριώτη και την βοήθεια των τοπικών, ποδοσφαιρικών ομάδων οργανώνουν διαδήλωση στην πόλη και επιδίδουν στο Γερμανό Φρούραρχο κείμενο διαμαρτυρίας κατά της πρόθεσης των Γερμανών να παραχωρήσουν την Κεντρική Μακεδονία στους Βουλγάρους. Σύμφωνα με προφορικές μαρτυρίες στις 13 Νοεμβρίου 1943 οι Γερμανοί συλλαμβάνουν γύρω στους 50 πολίτες, τους οποίους μεταφέρουν στο στρατόπεδο του Παύλου Μελά στη Θεσσαλονίκη. Στις αρχές του 1944 εκτελούν τους δεκατρείς (13), ενώ οι υπόλοιποι αφήνονται ελεύθεροι μετά από πολλά βασανιστήρια.
18 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 1943 Σφαγή 9.600 Ιταλών από τους Ναζί στην Κεφαλονιά (μόνο 40 κατάφεραν να γλιτώσουν).
—1944 Στις 5 Αυγούστου 1944 ο Αυστριακός στρατιώτης Otmar Dorne εγκατέλειψε το γερμανικό στρατό κατοχής και εντάχθηκε στο 30ο Σύνταγμα του Ε.Λ.Α.Σ., που έδρευε στο βουνό Πάικο. Το γεγονός της αυτομόλησης του Dorne, αλλά και η παρουσία του λοχία των SS, Φριτς Σούμπερτ (γνωστού από τη θηριωδία του Χορτιάτη), οδήγησαν στην ομαδική εκτέλεση της 14ης Σεπτεμβρίου 1944 στα Γιαννιτσά. 112 άνθρωποι εκτελέστηκαν εκείνη τη μέρα, αφού πρώτα χτυπήθηκαν με σιδηροσωλήνες. Τα βασανιστήρια, που υπέστησαν ήταν φρικτά. Γυναίκες βιάσθηκαν, άλλες κατακρεουργήθηκαν. Ανάμεσα στους εκτελεσθέντες πολίτες ήταν και ο Δήμαρχος Γιαννιτσών, Θωμάς Μαγκριώτης.
Οι διηγήσεις των αυτοπτών μαρτύρων σοκάρουν. Στις 18 Σεπτεμβρίου μέρος της πόλης παραδόθηκε στις φλόγες και οι Γερμανοί με τους συνεργάτες τους εκτέλεσαν τους πολίτες που συνάντησαν στο δρόμο. Η έρευνα στο ληξιαρχείο του Δήμου Γιαννιτσών βεβαιώνει 38 νεκρούς εκείνη τη μέρα στους δρόμους της πόλης. Οι νεκροί έμειναν εκεί, άταφοι. Έγιναν τροφή για τα γουρούνια. Ο Σουηδός πρεσβευτής, Τύμπεργκ αναφέρει ότι το ένα τρίτο της πόλης καταστράφηκε από φωτιά. Οι Γιαννιτσώτες εγκαταλείπουν την πόλη. Καταφεύγουν στα χωράφια του βάλτου και διαμένουν σε πρόχειρες καλύβες. Ο Εμίλ Βένγκερ επισκέφθηκε τα Γιαννιτσά λίγες μέρες μετά την ομαδική εκτέλεση, ως εκπρόσωπος του Διεθνούς, Ερυθρού Σταυρού και γράφει χαρακτηριστικά «Τα Γιαννιτσά είναι ήδη μία νεκρά πόλις» . Στις 20 Σεπτεμβρίου 1944 επιτροπή πολιτών των Γιαννιτσών επέστειλε μήνυμα προς την Εθνική Κυβέρνηση εκθέτοντας τα γεγονότα της σφαγής και ζητώντας όπλα. Οι Γερμανοί εγκατέλειψαν τα Γιαννιτσά στις 3 Νοεμβρίου του 1944.
19 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 1943 Σφαγές Ελλήνων από τους Γερμανούς στις Καρυές Λακωνίας.
—1944 Οι γερμανοί εκκενώνουν την Ναύπακτο και το Άργος.
20 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 1944 Οι γερμανοί βομβαρδίζουν την Παραμυθιά Θεσπρωτίας.
22 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 1941 Το Ράιχ λέει στη Βουλγαρία να μπει στον πόλεμο με αντάλλαγμα συγκυριαρχία στην Ελλάδα η να δεχτεί να την καταλάβουν [φυσικά οι Βούλγαροι δέχθησαν και μάλιστα σε κάποιες περιοχές της Ελλάδος αποδείχθησαν πλέον βάρβαροι από τους Ναζί!!].
23 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 1943 Το ελληνικόν αντιτορπιλλικόν «Βασίλισσα Όλγα» κατεβυθίσθη εις τον λιμένα της Λέρου, κατόπιν ομαδικής επιθέσεως 25 γερμανικών «Στούκας». Εβδομήντα δύο Έλληνες αξιωματικοί και ναύται εχάθησαν μετά του πλοίου των εις τα ύδατα της Δωδεκανήσου. Μεταξύ τούτων ήσαν ο ηρωϊκός κυβερνήτης του πλωτάρχης Γ. Μπλέσσας, ο ύπαρχος Γρηγορόπολος, ο υποπλοίαρχος Μπότσης, ο α’ μηχανικός υποπλοίαρχος Σακίπης και ο σημαιοφόρος Σιμιτσόπουλος.
28 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 1941 Οι Βούλγαροι, με εντολές των Γερμανών και επί βάσει προδιαγεγραμμένου σχεδίου, αρχίζουν ομαδικάς σφαγάς των Ελλήνων εις Μακεδονίαν. Εις την Δράμαν εξετελέσθησαν άνω των 1.500, οι δε σφαγείς απέκοπτον τας κεφαλάς των και έπαιζον ποδόσφαιρον εις την κεντρικήν πλατείαν της πόλεως. Εξετελέσθησαν επίσης εις το Δοξάτον 397, εις την Κύρναν 250, εις την Χωριστήν 160, εις το Κάτω Νευροκόπιον 59, εις τον Μεγαλόκαμπον 38 κλπ. Αι σφαγαί συνεχίσθησαν μέχρι της 20 Οκτωβρίου, τα δε θύματα της ομώτητας των Βουλγάρων καθ’ όλην την διάρκειαν κατοχής υπερέβησαν συνολικώς τας 15.000.
—1943 Βυθίζεται στον κόλπο του Αργοστολίου το επιβατικό πλοίο «Αρντένα» με 840 Ιταλούς στρατιώτες αιχμαλώτους των Γερμανών (διασώζονται μόλις 120 — οι υπόλοιποι 720 πεθαίνουν).
29 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 1944 Επέτειος του μαρτυρικού Δοξάτου Δράμας από τους Γερμανο-βούλγαρους.
Όταν την Κυριακή 28 Σεπτεμβρίου 1941 μία από τις πολλές ομάδες ‘’εξέγερσης’’ των Βουλγάρων εισήλθε στο Δοξάτο, χτύπησε το αστυνομικό τμήμα, πυρπόλησε το οίκημα και σκότωσε οχτώ (8) Βούλγαρους αστυνομικούς και έναν βουλγαρογραμμένο συνεργάτη τους. Κατά τη μάχη που διεξήχθη σκοτώθηκε ένας αντάρτης από τη Χωριστή.
Την άλλη μέρα το Δοξάτο πλήρωσε για άλλη μια φορά βαρύ φόρο αίματος στο βουλγαρικό στρατό κατοχής. Με μια πράξη τυφλής βίας εκτελέστηκαν για αντίποινα τουλάχιστον διακόσιοι (200) αθώοι Δοξατινοί.
Για τα χίλια εκατόν είκοσι τέσσερα (1.124) αναφερόμενα θύματα κατά τις τρεις βουλγαρικές κατοχές το Δοξάτο τιμήθηκε: το 1945 με Βασιλικό Διάταγμα, το 1985 με το Χρυσό Μετάλλιο της Ακαδημίας Αθηνών και το 1998 με Προεδρικό Διάταγμα, δυνάμει του οποίου χαρακτηρίστηκε ως «Μαρτυρική Πόλη». [βλ. προηγούμενη ημέρα]
—Τον ίδιο βαρύ φόρο αίματος από τους Βουλγάρους πλήρωσε και η Χωριστή Δράμας. Η Χωριστή σε διάστημα 30 ετών γνώρισε τρεις βουλγαρικές κατοχές που σημάδεψαν ανεξίτηλα την ιστορία της. Στην πρώτη βουλγαρική κατοχή (1912-1913) η συμβολή της Χωριστής είναι μεγάλη ως αντάρτες-πρόσκοποι απέναντι στα άνομα συμφέροντα του βούλγαρου κομιτατζή Πανίτσα για δήθεν αυτονομία της Μακεδονίας.
Κατά τη 2η βουλγαρική κατοχή (1916-1918) η Χωριστή πλήρωσε με τον μεγαλύτερο φόρο αίματος από όλα τα χωριά της Δράμας με 623 θύματα.
Η εκατόμβη των θυμάτων της Χωριστής ολοκληρώθηκε κατά την 3η βουλγαρική κατοχή (1941-1944) με 147 θύματα.
—Οι δραματικές περιπέτειες της πόλεως της Δράμας.
Τα βουλγαρικά αντίποινα υπήρξαν άμεσα και σκληρά και επεκτάθηκαν πολύ πιο πέρα από το χώρο εκδήλωσης των ανταρτικών επιθέσεων των προηγούμενων ημερών. Συνολικά σε πενήντα οικισμούς του νομού Δράμας, σε τριάντα έξι οικισμούς του νομού Σερρών και σε δεκαπέντε οικισμούς του νομού Καβάλας εκτελέστηκαν περισσότεροι από δύο χιλιάδες εκατόν σαράντα (2.140) αθώοι Έλληνες κάτοικοι της περιοχής. Από αυτούς οι χίλιοι εξακόσιοι δέκα τέσσερις (1.614) ήταν από το νομό Δράμας, οι τετρακόσιοι δεκαέξι (416) από το νομό Σερρών και οι εκατόν δέκα (110) από το νομό Καβάλας.
Ιδιαίτερα δοκιμάστηκε η μαρτυρική πόλη της Δράμας, αν και μέσα στην πόλη οι ανταρτικές επιτυχίες ήταν ελάχιστες. Κατά τη νύχτα της εξέγερσης ο κατοχικός στρατιωτικός διοικητής συνταγματάρχης Μιχαήλοφ, που είχε ειδοποιηθεί στο μεταξύ για τις κινήσεις των ανταρτών στο Δοξάτο, είχε δώσει εντολή να πυροβολείται στο ψαχνό όποιος κυκλοφορούσε στους δρόμους, ενώ από τα ξημερώματα άρχισαν οι μαζικές συλλήψεις.
Το πρωί της 29ης Σεπτεμβρίου 1941 γέμισαν τα στρατόπεδα και οι βουλγαρικοί αστυνομικοί σταθμοί από πολίτες που δεν είχαν καμιά απολύτως ανάμιξη στα γεγονότα. Ο αριθμός των συλληφθέντων ξεπέρασε τους χίλιους. Την ίδια μέρα άρχισαν οι ομαδικές εκτελέσεις. Χωρίς να προηγηθεί δίκη και καταδικαστική ετυμηγορία, εκατοντάδες Δραμινοί και κάτοικοι της ευρύτερης περιοχής που ήρθαν την Κυριακή στην πόλη για το παζάρι, που τότε γινόταν κάθε Δευτέρα, θανατώθηκαν σε διάφορα σημεία της πόλης.
Σύμφωνα με τις πρόσφατες έρευνες ο συνολικός αριθμός των θυμάτων που προκάλεσαν τα άμεσα βουλγαρικά αντίποινα –μόνο μέσα στην πόλη της Δράμας– ήταν τουλάχιστον πεντακόσιες εξήντα δύο (562) ψυχές. Ο αριθμός αυτός ίσως να μην είναι τόσο εντυπωσιακός όσο φαίνονται μερικά άλλα εξωπραγματικά νούμερα που παγιώθηκαν έκτοτε στη συλλογική μνήμη κυρίως στη Δράμα και στο Δοξάτο. Ωστόσο, η αποκρουστικότητα ενός εγκλήματος δεν κρίνεται μόνο από τον αριθμό των θυμάτων αλλά κυρίως από την αγριότητα και το μίσος αυτών που το διέπραξαν.
Η Δράμα και η περιοχή της δεν πρέπει να ξεχάσει επ’ ουδενί τα γεγονότα του 1941. Το επιβάλλει αυτό ο σεβασμός στη μνήμη των νεκρών της και στην ιστορική αλήθεια που ομολογουμένως δεινοπάθησε και αυτή μέχρι να αποκρυσταλλωθεί.
1943 Οι Γερμανοί εκτελούν 40 προκρίτους της Παραμυθιάς.
Στις 29-9-1943 το χάραμα της μέρας, μεταφέρθηκαν στον προκαθορισμένο τόπο της εκτέλεσης οι μελλοθάνατοι φρουρούμενοι από μουσουλμάνους Τσάμηδες και λίγους Γερμανούς. Ακολούθησαν σκηνές φρίκης. Πατέρας παρακαλούσε ν' αφήσουν ελεύθερο το 16χρονο γιο του και ο γιος ικέτευε να σκοτώσουν αυτόν και να αφήσουν τον πατέρα να αναθρέψει τις μικρότερες αδελφές. Τελικά εκτελέσθηκαν πατέρας και γιος. Άλλοι προσπάθησαν με γενναιότητα να δραπετεύσουν αλλά χτυπήθηκαν από τις σφαίρες των μουσουλμάνων Τσάμηδων που είχαν περιζώσει την περιοχή. Ώρα 7 το πρωί το κροτάλισμα των πολυβόλων έσβησε το χαμόγελο των αγέρωχων ανδρών.
Η εκτέλεση τους ανακοινώθηκε αμέσως με έγγραφο του γερμανικού φρουραρχείου Παραμυθιάς που θυροκολλήθηκε στο οίκημα όπου στεγάζονταν τα γραφεία της τότε Κοινότητας Παραμυθιάς.Με την ηρωική θυσία των εκτελεσθέντων συμπατριωτών μας η Παραμυθιά αναγορεύτηκε σε μαρτυρική πόλη.
Ένα χρόνο αργότερα η θεία Νέμεση απέδωσε τη δικαιοσύνη, γιατί "...Κείνοι που έπραξαν το κακό - τους πήρε μαύρο σύγνεφο. Ζωή δεν είχαν πίσω τους με έλατα και κρύα νερά, παππού δεν είχαν από δρυ κι απ' οργισμένο άνεμο η μάνα που χορεύοντας να χει δοθεί στη λευτεριά του χάρου... "(Ελύτης).
Τα όνειρα πήραν "εκδίκηση". Για την πατρίδα η πιο σωστή στιγμή σημαίνει: ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ.
1944.—Γερμανοί εκτελούν 9 Έλληνες, ενώ βγαίνουν από τον ιερό ναό Οσίας Ξένης στην Νίκαια [δες και 19/9].
30 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 1943 Εκτελούνται στην Πάτρα 10 Έλληνες πατριώτες από τους Γερμανούς.
—Με διαταγή από τους Γερμανούς αρχίζει η εκκένωση των χωριών Κεφαλοβρύσι, Κρεβατάς, Πεύκος, Σύμη, Καλάμι και Συκολόγος εντός πέντε ημερών. Στις 14 Οκτωβρίου, ένα μήνα μετά τις ομαδικές εκτελέσεις, ειδικά συνεργεία των Γερμανών άρχισαν να κατεδαφίζουν με δυναμίτες και πυρπόλησαν τα χωριά αυτά, που είχαν ήδη εκκενωθεί και η περιοχή τους είχε κηρυχθεί «νεκρή ζώνη».
Γενικώς, είναι δύσκολο να γίνει ένας ακριβής απολογισμός θυμάτων κααι καταστροφών στην Κρήτη. Οι κινήσεις των γερμανικών στρατευμάτων χαρακτηρίζονταν από μια διασπορά ενώ οι εκτελέσεις γίνονταν και εκτός των χωριών, όποτε έβρισκαν άμαχο πληθυσμό στην ευρύτερη ζώνη. Το σύνολο των θυμάτων τις μέρες εκείνες φτάνει τουλάχιστον τους 400. Τουλάχιστον 129 από αυτούς είναι απ’ τα χωριά της δυτικής Ιεράπετρας (Μύρτος, Γδόχια, Ρίζα, Μουρνιές, Μύθοι, Μάλες, Χριστός και Παρσάς) ….μιλάμε μόνο για τα χωριά στον Νομό Λασιθίου!!