Δευτέρα 21 Μαΐου 2018

ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΝ ΣΤΡΑΤΑΡΧΗ ΑΛ. ΠΑΠΑΓΟ .

  Αλέξανδρος Παπάγος

1883 – 1955

 

Η δολοφονία του Στρατάρχου Παπάγου και η σημασία της για την Κύπρο.

 




ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΝ ΣΤΡΑΤΑΡΧΗ ΑΛ. ΠΑΠΑΓΟ .

Αλέξανδρος Παπάγος
1883 – 1955

Στρατιωτικός και πολιτικός. Διετέλεσε Αρχιστράτηγος κατά τον ελληνοϊταλικό πόλεμο και στο τελευταίο στάδιο του Εμφυλίου Πολέμου, και Πρωθυπουργός από το 1952 έως το θάνατό του.
Ο Αλέξανδρος Παπάγος γεννήθηκε στην Αθήνα στις 9 Δεκεμβρίου 1883. Πατέρας του ήταν ο αντιστράτηγος Λεωνίδας Παπάγος με καταγωγή από τις Κυδωνίες της Μικράς Ασίας και μητέρα του η Μαρία Καλίνσκυ, ανιψιά του εθνικού ευεργέτη Γεωργίου Αβέρωφ.
Μετά τις γυμνασιακές του σπουδές, το 1901 εγγράφηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, αλλά την εγκατέλειψε ένα χρόνο αργότερα, προκειμένου ν' ακολουθήσει στρατιωτική εκπαίδευση στο εξωτερικό, καθότι είχε παρέλθει το όριο ηλικίας για την εισαγωγή του στη Σχολή Ευελπίδων. Φοίτησε για μία διετία (1902 - 1904) στη στρατιωτική σχολή των Βρυξελλών και την επόμενη διετία στη σχολή Ιππικού του Ιπρ.
Το 1906 επέστρεψε στην Ελλάδα και κατετάγη στο στρατό ως Ανθυπίλαρχος στο Όπλο του Ιππικού. Το 1911 παντρεύτηκε τη Μαρία Καλίνσκυ, εγγονή του στρατηγού Τιμολέοντα Βάσσου, με την οποία απέκτησαν δύο παιδιά, την Ειρήνη (1914), σύζυγο του γλύπτη Γιάννη Παππά και τον Λεωνίδα (1912), διπλωμάτη και αυλάρχη των ανακτόρων.
Ο Παπάγος συμμετείχε στους Βαλκανικούς Πολέμους ως Υπίλαρχος κι έλαβε μέρος στις επιχειρήσεις για την κατάληψη των Ιωαννίνων. Δεδηλωμένος φιλοβασιλικός ο Παπάγος, μετά την επικράτηση του Ελευθέριου Βενιζέλου το 1917, αποστρατεύτηκε κι εξορίστηκε διαδοχικά στα νησιά Ίο, Θήρα, Μήλο και Κρήτη.
Η νίκη των «Κωνσταντινικών» και η επάνοδος του Βασιλιά Κωνσταντίνου το Νοέμβριο του 1920 είχε ως επακόλουθο την ανάκληση του Παπάγου στο στράτευμα και την αναδρομική απόδοση του βαθμού του Αντισυνταγματάρχη. Συμμετείχε στη Μικρασιατική Εκστρατεία ως Επιτελάρχης σε μονάδες του Ιππικού, όπου και παρέμεινε μέχρι την κατάρρευση του Μετώπου τον Αύγουστο του 1922.
Μετά την Επανάσταση Πλαστήρα, το 1922, αποστρατεύτηκε εκ νέου. Επανήλθε για δεύτερη φορά στις τάξεις του στρατού το 1926 επί οικουμενικής κυβέρνησης με το βαθμό του Συνταγματάρχη και μέχρι το 1935 είχε φθάσει στο βαθμό του Αντιστρατήγου, διοικώντας σημαντικές μονάδες του Ελληνικού Στρατού.
Στις 10 Οκτωβρίου 1935, ως αρχηγός του Στρατού οργάνωσε κίνημα μαζί με τους ομολόγους του υποναύαρχο Οικονόμου και αντιπτέραρχο Ρέππα, προκαλώντας την παραίτηση της κυβέρνησης Παναγή Τσαλδάρη κι επιταχύνοντας τις εξελίξεις για την επαναφορά της βασιλείας στη χώρα μας. Ο Γεώργιος Κονδύλης, που βρισκόταν σε συνεννόηση με τους πραξικοπηματίες, σχηματίζει αμέσως κυβέρνηση, ορίζοντας τον Παπάγο υπουργό Στρατιωτικών. Η νέα κυβέρνηση προκήρυξε δημοψήφισμα για τη μορφή του πολιτεύματος, το οποίο απέβη υπέρ της Βασιλευόμενης Δημοκρατίας και ο Παπάγος ορίστηκε να μεταφέρει το αποτέλεσμα στο Βασιλιά Γεώργιο Β' στην Αγγλία, όπου διέμενε.
Όταν ο Ιωάννης Μεταξάς έγινε πρωθυπουργός, επανήλθε στην αρχηγία του στρατεύματος την 1η Αυγούστου 1936, παρέχοντάς του σημαντική βοήθεια στο πραξικόπημα της 4ης Αυγούστου. Παρέμεινε στη θέση αυτή και κατά τη διάρκεια της Δικτατορίας Μεταξά, συμβάλλοντας στην αναδιοργάνωση και τον επανεξοπλισμό του ελληνικού στρατού στον διαφαινόμενο πόλεμο.
Με την κήρυξη του ελληνοϊταλικού πολέμου ανέλαβε Αρχιστράτηγος του στρατού ξηράς, καταφέρνοντας, παρά τις υλικές αδυναμίες και τον αρχικό αιφνιδιασμό, να οργανώσει την αποτελεσματική άμυνα της χώρας και να απωθήσει τα ιταλικά στρατεύματα στην αλβανική ενδοχώρα. Παρέμεινε στην ηγεσία του στρατεύματος έως τις 23 Απριλίου 1941, οπότε παραιτήθηκε, προκειμένου να μη συμμετάσχει στις διαπραγματεύσεις της συνθηκολόγησης μετά τη ναζιστική εισβολή και προέλαση, επικρίνοντας το στρατηγό Τσολάκογλου για το σχηματισμό δοσιλογικής κυβέρνησης.
Στη διάρκεια της Κατοχής, δημιούργησε μία πατριωτική οργάνωση, τη Στρατιωτική Ιεραρχία, στην οποία συμμετείχαν ως επί το πλείστον αξιωματικοί. Η αποκάλυψη της δράσης τους τον Ιούλιο του 1943 συνοδεύτηκε από την αποστολή του, μαζί με άλλους τέσσερεις αντιστράτηγους, σε στρατόπεδα συγκέντρωσης (στο Νταχάου, μεταξύ άλλων), στα οποία παρέμεινε μέχρι τη συνθηκολόγηση της Γερμανίας.
Επέστρεψε στην Ελλάδα τον Ιούλιο του 1945 και τον Ιούλιο του 1947 του απονεμήθηκε ο βαθμός του στρατηγού εν αποστρατεία. Στις 19 Ιανουαρίου 1949 η κεντρώα κυβέρνηση Σοφούλη ανακάλεσε στην ενέργεια τον στρατηγό Αλέξανδρο Παπάγο και του ανέθεσε εν λευκώ τη Γενική Αρχιστρατηγία των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας, με στόχο τη συντριβή της κομμουνιστικής ανταρσίας.
Η έκβαση του Εμφυλίου Πολέμου ήταν επιτυχής για τις αστικές δυνάμεις, με την καθοριστική συμβολή των Αμερικανών. Η εξέλιξη αυτή οδήγησε το Βασιλιά Παύλο να απονείμει στον Παπάγο, για πρώτη φορά σε έλληνα στρατιωτικό, τον τίτλο του Στρατάρχη (17 Οκτωβρίου 1949). Ο Στρατάρχης Παπάγος παρέμεινε επικεφαλής των Ενόπλων Δυνάμεων, συμβάλλοντας στην ίδρυση στις 11 Απριλίου 1950 του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας, σε αντικατάσταση των μέχρι τότε υφιστάμενων Υπουργείων Στρατιωτικών, Ναυτικών και Αεροπορίας, και την οργάνωση του Γενικού Επιτελείου Εθνικής Άμυνας (ΓΕΕΘΑ), του οποίου υπήρξε και ο πρώτος αρχηγός.
Σημαντική υπήρξε η συμβολή του σε θέματα που αφορούσαν τη βελτίωση των όρων διαβίωσης των αξιωματικών, με τη σύσταση του Αυτόνομου Οικοδομικού Οργανισμού Αξιωματικών (ΑΟΟΑ) και τη δημιουργία ενός οικισμού στις ανατολικές πλαγιές του Υμηττού, που φέρει το όνομά του (Δήμος Παπάγου).
Οι αποτυχημένες προσπάθειες των βενιζελογενών δυνάμεων για τη δημιουργία ενός ισχυρού κεντρώου συνασπισμού οδήγησαν τον αμερικανικό παράγοντα να βλέπει θετικά τη λύση της ανάληψης της πρωθυπουργίας από τον δεξιό Παπάγο, που πλέον διέθετε ιδιαίτερα ισχυρό γόητρο στην ελληνική κοινωνία. Το εγχείρημα στηρίχθηκε και από τα μεγαλύτερα εκδοτικά συγκροτήματα της εποχής (Καθημερινή, Εστία, Βήμα), αλλά αντιμετώπισε τη σθεναρή αντίδραση των Ανακτόρων, που φοβούνταν απώλεια του ελέγχου του στρατεύματος.
Στις 28 Μαΐου 1951 ο Παπάγος υπέβαλε την παραίτησή του στον Πρωθυπουργό Σοφοκλή Βενιζέλο, εκφράζοντας την πρόθεσή του να πολιτευτεί. Στις εκλογές της 9ης Σεπτεμβρίου 1951 ο «Ελληνικός Συναγερμός», το κόμμα που είχε ιδρύσει στα πρότυπα του γαλλικού Συναγερμού του στρατηγού Ντε Γκολ, συγκέντρωσε το 36,53% των ψήφων, αλλά δεν εξασφάλισε αυτοδύναμη πλειονοψηφία στη Βουλή.
Ο Αλέξανδρος Παπάγος παραλαμβάνει από τον Νικόλαο Πλαστήρα.
Οι κεντρώες πολιτικές δυνάμεις σχημάτισαν βραχύβια κυβέρνηση με πρόεδρο το Νικόλαο Πλαστήρα, η οποία μετά την ασθένειά του και την εκτέλεση του Νίκου Μπελογιάννη κλονίστηκε σοβαρά. Στις 10 Οκτωβρίου 1952 προκηρύχθηκαν εκλογές για τις 16 Νοεμβρίου, με νέο πλειοψηφικό σύστημα. Ο Ελληνικός Συναγερμός κατήγαγε θρίαμβο με ποσοστό 49,22% και 247 από τις 300 έδρες της Βουλής, με αποτέλεσμα να σχηματισθεί κυβέρνηση Παπάγου στις 19 Νοεμβρίου 1952. Στο εσωτερικό μέτωπο, η κυβέρνηση Παπάγου ξεκίνησε ένα φιλόδοξο πρόγραμμα για την ανοικοδόμηση της χώρας, μετά τον καταστροφικό εμφύλιο και την κατοχή. Στο οικονομικό πεδίο απόλυτος κυρίαρχος υπήρξε ο Υπουργός Συντονισμού Σπυρίδων Μαρκεζίνης, ο οποίος με τολμηρές κινήσεις κατάφερε τη μερική ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας.
Στις 9 Απριλίου 1953 η κυβέρνηση, με πρόταση του Μαρκεζίνη, προχώρησε στην υποτίμηση κατά 50% του εθνικού νομίσματος έναντι του δολαρίου, συνδέοντας με αυτό τον τρόπο την ισοτιμία της δραχμής με τα διεθνή νομίσματα, σύμφωνα με τις επιταγές του Μπρέτον Γουντς (1944). Η απόφαση αυτή θεωρείται από τις πλέον επιτυχημένες οικονομικές κινήσεις και συνέβαλε δραστικά στη σταθεροποίηση της εθνικής οικονομίας. Η αντιπολίτευση κατηγόρησε επανειλημμένα την κυβέρνηση Παπάγου ότι δεν έπραξε αρκετά για την κοινωνική συμφιλίωση και την επούλωση των τραυμάτων του Εμφυλίου.
Στην εξωτερική πολιτική, η νέα κυβέρνηση ευθυγραμμίστηκε με την πολιτική των Η.Π.Α., κατανοώντας την ηγετική τους παρουσία μεταξύ των χωρών του Ελευθέρου Κόσμου και τους παραχώρησε το δικαίωμα της δημιουργίας στρατιωτικών βάσεων στο ελληνικό έδαφος. Δύο είναι τα σοβαρότερα προβλήματα στην εξωτερική πολιτική που αντιμετώπισε ο Παπάγος: το Κυπριακό και τα Σεπτεμβριανά.
Την περίοδο της διακυβέρνησής του κορυφώνεται ο απελευθερωτικός αγώνας των Κυπρίων από τη βρετανική αποικιοκρατία, που ζητούσαν την Ένωση με τη μητέρα - πατρίδα. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την άμεση εμπλοκή της Ελλάδας, που αντιμετώπισε, όμως, και την αντίδραση της ισχυρής συμμάχου Μεγάλης Βρετανίας. Η έναρξη του απελευθερωτικού αγώνα της ΕΟΚΑ βρίσκει τον Παπάγο σοβαρά άρρωστο και ανίκανο να πάρει αποφάσεις. Οι συγκρούσεις στην Κύπρο οδηγούν σε χειροτέρευση τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, που φθάνουν στο κατώτερο δυνατό σημείο με το τουρκικό πογκρόμ κατά των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης στις 6 Σεπτεμβρίου 1955.
Ο Στρατάρχης Παπάγος πέθανε, τελικά, στις 4 Οκτωβρίου 1955, έπειτα από σύντομη ασθένεια, ενώ ήταν ακόμη πρωθυπουργός. Ο Βασιλιάς Παύλος έκανε την έκπληξη κι έχρισε διάδοχό του τον δυναμικό υπουργό Δημοσίων Έργων Κωνσταντίνο Καραμανλή και όχι κάποιο πρωτοκλασάτο στέλεχος της κυβέρνησής του, όπως τους δελφίνους Στέφανο Στεφανόπουλο και Παναγιώτη Κανελλόπουλο.

Τετάρτη 16 Μαΐου 2018

ΜΙΑ ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΤΟΥ ΟΔΥΣΣΕΑ ΑΝΔΡΟΥΤΣΟΥ

Η επική επιστολή του Οδυσσέα Ανδρούτσου που κατακεραυνώνει τους …σημερινούς κυβερνώντες! Γι’ αυτό και την εξαφάνισαν από τα αναγνωστικά.

«…δὲν θέλω νὰ καλοπερνῶ ἐγὼ καὶ τὸ Γένος μου νὰ ὑποφέρῃ εἰς τὴν δουλείαν.»

ΜΙΑ ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΤΟΥ ΟΔΥΣΣΕΑ ΑΝΔΡΟΥΤΣΟΥ

(φωτο:Η πραγματική μορφή του Οδυσσέα Ανδρούτσου αποτυπωμένη σε λιθογραφία ξένου φιλέλληνα περιηγητή, ο οποίος τον ζωγράφισε με φόντο τα βουνά της Ελλάδας και αρχαίους κίονες, προκειμένου να καταδείξει τη σχέση του ήρωα με την αρχαία Ελληνική Παιδεία.)


Ἀγαπητοί μου Γαλαξιδιῶται,
Ἦτο θέλημα Θεοῦ νὰ ἁρπάσωμεν τὰ ὅπλα μίαν ἡμέραν
καὶ νὰ ριφθῶμεν κατὰ τῶν τυράννων μας.

Τί τὴν θέλομεν, ἀδελφοί μου, τὴν πολυπικραμένην ζωὴν
τοῦ δούλου; Δὲν βλέπετε, ὅτι δὲν μᾶς ἀπέμεινε τίποτε; Καὶ
αὐταὶ αἱ ἐκκλησίαι μας ἔγιναν τζαμιὰ καὶ στάβλοι τῶν
Τούρκων. Δὲν εἶναι πρέπον νὰ σταυρώσωμεν τὰς χεῖρας.

Ἄς ἐρωτήσωμεν τὴν καρδίαν μας καὶ ὅ,τι ἀποφασίσωμεν, νὰ τὸ
βάλωμεν ἐμπρὸς σύντομα. Ἄν βραδύνωμεν, θὰ μετανοήσωμεν
καὶ τότε ἄδικα θὰ κτυπῶμεν τὴν κεφαλὴν μας.


Τὴν ἐποχὴν αὐτὴν ἡ Τουρκία εἶναι ἀπησχολημένη εἰς
πολέμους. Ἄς ὠφεληθῶμεν ἀπὸ τὴν περίστασιν αὐτήν, τὴν
ὁποίαν μᾶς ἔστειλεν ὁ Θεὸς εἰσακούων τα δίκαια παράπονά
μας.

Εἰς τὰ ὅπλα, ἀδελφοί! Ἤ νὰ ἐλευθερωθῶμεν ἦ νὰ
ἀποθάνωμεν ὅλοι. Καλύτερον θάνατον δὲν ἠμπορεῖ νὰ
ἐπιθυμήσῃ Ἕλλην καὶ χριστιανός.

Ἐγώ, καθὼς γνωρίζετε, ἠμπορῶ νὰ ζήσω λαμπρὰ μὲ
πλούτη καὶ τιμὰς καὶ δόξαν. Ὅ,τι καὶ ἂν ζητήσω, οἱ Τοῦρκοι
προθύμως θὰ μοῦ τὸ δώσουν, διότι φοβοῦνται τὸ σπαθὶ τοῦ
Ἀνδρούτσου. Ἀλλὰ σᾶς λέγω τὴν ἀλήθειαν, ἀδελφοί μου,
δὲν θέλω νὰ καλοπερνῶ ἐγὼ καὶ τὸ Γένος μου νὰ ὑποφέρῃ
εἰς τὴν δουλείαν.

Ἀπὸ τὴν Πελοπόννησον μοῦ γράφουν, ὅτι εἶναι ὅλοι
ἓτοιμοι μὲ τὰ παλικάρια των. Θέλω ὅμως νὰ εἶμαι βέβαιος,
ὅτι θὰ μὲ ἀκολουθήσετε. Ἄν κάμετε σεῖς ἀρχὴν ἀπὸ τὸ ἕν
μέρος καὶ ἐγὼ ἀπὸ τὸ ἄλλο, θὰ σηκωθῇ ὅλη ἡ Ρούμελη.
Περιμένω ἀπάντησιν μὲ τὸν κομιστὴν τῆς ἐπιστολῆς μου.
Τὴν μπαρούτην καὶ τὰ βόλια τὰ ἔλαβα καὶ τὰ ἐμοίρασα.

 22 Μαρτίου 1821

 Σᾶς χαιρετῶ καὶ σᾶς γλυκοφιλῶ
Ὁ ἀγαπητός σας
Ὀδυσσεὺς Ἀνδροῦτσος

.
ΑΝΑΓ Ν Ω Σ Τ ΙΚΟ
γιὰ τὴν ἕκτη τάξη τοῦ δημοτικοῦ σχολείου
ΔΗΜ. ΚΟΝΤΟΓΙΑΝΝΗ – ΝΙΚ. ΚΟΝΤΟΠΟΥΛΟΥ
ΠΑΥΛΟΥ ΝΙΡΒΑΝΑ – ΔΗΜ. Γ. ΖΗΣΗ Κ.Α.

ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΕΚΔΟΣΕΩΣ ΣΧΟΛΙΚΩΝ ΒΙΒΛΙΩΝ
ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ
1943
(μακάρι να περιείχαν τέτοια κείμενα και τα σημερινά αναγνωστικά…)

Κυριακή 13 Μαΐου 2018

Η ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΧΑΝΙΟΥ ΤΗΣ ΓΡΑΒΙΑΣ

Ο ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΕΥΧΑΡΙΣΤΕΙ ΤΟΝ ΔΗΜΟ ΔΕΛΦΩΝ ,ΔΙΑ   ΤΗΝ  < ΦΙΛΟΞΕΝΙΑΝ > , ΙΔΙΑΙΤΕΡΩΣ ΔΕ ΤΟΝ ΑΝΤΙΔΗΜΑΡΧΟ ΠΕΡΙΦ. ΕΝΟΤΗΤΟΣ ΓΡΑΒΙΑΣ Κύριον ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΗΝ ΚΑΙ ΤΟΝ ΤΕΛΕΤΑΡΧΗΝ ΤΗΣ ΕΚΔΗΛΩΣΗΣ , Κύριον ΤΟΥΜΠΑ ΝΙΚΟΛΑΟΝ .- ΣΥΝΤΟΜΑ ΘΑ ΕΧΟΥΜΕ ΠΕΡΙΣΟΤΕΡΟ  ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΛΙΚΟ ΑΠΟ ΤΟΝ ΧΩΡΟ ΤΗΣ ΕΚΔΗΛΩΣΗΣ .

ΔΟΞΑ ΚΑΙ ΤΙΜΗ ΣΤΟΥΣ ΗΡΩΕΣ ΤΗΣ ΓΡΑΒΙΑΣ .
ΔΟΞΑ ΚΑΙ ΤΙΜΗ ΣΤΟΝ ΣΤΑΥΡΑΕΤΟ ΤΗΣ ΡΟΥΜΕΛΗΣ , "ΔΥΣΣΕΑ
ΑΙΩΝΕΙΑ Η ΜΝΗΜΗ ΑΥΤΩΝ .- ΑΘΑΝΑΤΟΙ .






 ΔΟΞΑ ΚΑΙ ΤΙΜΗ ΣΤΟΥΣ ΗΡΩΕΣ ΤΗΣ ΓΡΑΒΙΑΣ .

ΛΑ. ΚΙ. Π. ΑΤΤΙΚΗΣ .


Ο ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΤΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ , ΩΣ ΕΛΑΧΙΣΤΟΣ ΦΟΡΟΣ ΤΙΜΗΣ , ΚΑΙ ΑΙΩΝΕΙΑΣ ΕΥΓΝΩΜΟΣΥΝΗΣ , ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΑΤΡΟΜΗΤΟ ΟΔΥΣΣΕΑ , ΚΑΙ ΤΑ ΠΑΛΗΚΑΡΙΑ ΤΟΥ 

ΑΙΩΝΕΙΑ  ΤΟΥΣ  Η  ΜΝΗΜΗ .- ΑΘΑΝΑΤΟΙ .-


Πέμπτη 10 Μαΐου 2018

ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ .- ΦΕΥΓΟΥΝ ΔΥΟ < ΛΙΟΝΤΑΡΙΑ > ΤΗΣ ΣΚΛΑΒΩΜΕΝΗΣ ΚΥΠΡΟΥ .




To 1956

Σαν σήμερα, εκτελέστηκαν από τους Βρετανούς οι Καραολής και Δημητρίου

Οι δύο Κύπριοι ήρωες ήταν αγωνιστές της ΕΟΚΑ και αγωνιζόταν για την απομάκρυνση των βρετανικών δυνάμεων από τη Μεγαλόνησο.
Σαν σήμερα, εκτελέστηκαν από τους Βρετανούς οι Καραολής και ΔημητρίουΟ Μιχάλης Καραολής γεννήθηκε στις 13 Φεβρουαρίου 1933. Τελείωσε το δημοτικό σχολείο του Παλαιχωρίου και αποφοίτησε με υποτροφία από την Αγγλική σχολή Λευκωσίας. Απόφοιτος  έπιασε δουλειά στο Φόρο Εισοδήματος. Ήταν επίσης αθλητής δρόμου και εργαζόταν στον ΑΠΟΕΛ. Εντάχθηκε στη Ε.Ο.Κ.Α. πολύ πριν από την 1η Απριλίου 1955 και ήταν μέλος της ομάδας του Πολύκαρπου Γιωρκάτζη.
Στις 28 Αυγούστου 1955 ανέλαβε μαζί με τον Ανδρέα Παναγιώτου την δολοφονία του αστυνομικού και προδότη Ηρόδοτου Πουλλή. Η απόπειρα πέτυχε. Ο Παναγιώτου διέφυγε αλλά ο Καραολής συνελήφθη σε ενέδρα από τις αγγλικές δυνάμεις. Φυλακίστηκε στις Κεντρικές Φυλακές Λευκωσίας και καταδικάστηκε σε θάνατο, στις 28 Οκτωβρίου του ίδιου έτους.
Ο Ανδρέας Δημητρίου καταγόταν από τον Άγιο Μάμα, Λεμεσού. Γεννήθηκε το 1934. Η δράση του Δημητρίου στην ΕΟΚΑ ήταν πολυσήμαντη. Μια από τις επιχειρήσεις στις οποίες πρωταγωνίστησε ήταν και η αρπαγή όπλων από τις στρατιωτικές αποθήκες Αμμοχώστου, στις οποίες εργαζόταν.
Η επιχείρηση πέτυχε και η Ε.Ο.Κ.Α. ενισχύθηκε σημαντικά, αλλά ο ίδιος συνελήφθη. Καταδικάστηκε σε θάνατο έχοντας κατηγορηθεί για την εκτέλεση ενός Άγγλου στην Αμμόχωστο στις 28 Νοεμβρίου 1955. Έκανε έφεση η οποία απορρίφθηκε, όπως απορρίφθηκε και η αίτηση για χάρη, την οποία υπέβαλαν οι δικηγόροι στον Κυβέρνητη Χάρνιγκ.
Η εκτέλεση 
Ο Δημητρίου οδηγήθηκε στην αγχόνη στις 10 Μαΐου 1956, τραγουδώντας τον εθνικό ύμνο μαζί με τον Μιχάλη Καραολή, ο οποίος εκτελέστηκε πρώτος λέγοντας: «Εμένα δεν πρέπει να με λυπάστε, αφού εγώ δεν βρίσκω λόγο για να με κλαίω, ούτε οι συγγενείς μου πρέπει να με κλαίνε».
Οι Άγγλοι δεν επέτρεψαν στην οικογένειά του Καραολή να πάρει το σώμα του και να το θάψει, αλλά το έθαψαν οι ίδιοι σε ένα περιφραγμένο χώρο εντός των φυλακών, στα λεγόμενα Φυλακισμένα Μνήματα.



Η εκτέλεση των δύο Κυπρίων αγωνιστών προκάλεσε εντονότατο ρεύμα αγανάκτησης σ΄ ολόκληρο τον κόσμο. Στην Αθήνα πραγματοποιήθηκαν πολλές συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας και πορείες.
Τιμής ένεκεν ο Δήμος Αθηναίων μετονόμασε την οδό Λουκιανού όπου βρίσκεται και το οίκημα της Αγγλικής Πρεσβείας, σε οδό Καραολή και Δημητρίου, το ίδιο έπραξε και ο Δήμος Πειραιά μετονομάζοντας την οδό Ναυάρχου Μπητ σε οδό Καραολή και Δημητρίου.

Τρίτη 8 Μαΐου 2018

ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ .- Η ΜΑΧΗ ΣΤΟ ΧΑΝΙ ΤΗΣ ΓΡΑΒΙΑΣ .

ΣΑΝ  ΣΗΜΕΡΑ  Ο  ΗΡΩΑΣ  ΜΑΣ ,  ΓΡΑΦΕΙ   ΙΣΤΟΡΙΑ  , ΣΤΑ  ΣΤΕΝΑ  ΤΗΣ  ΓΡΑΒΙΑΣ .




Το Χάνι της Γραβιάς
(8 Μαϊου 1821)


"Για χάν' μ' είχαν χτίσει
μα ο γιος τ' Αντρούτσου
μ' έκανε της δόξας ρημοκκλήσι"

ΜΕΤΑ την άτυχη έκβαση της μάχης στην Αλαμάνα, στις 23 Απριλίου 1821, οι Έλληνες υποχώρησαν μπροστά στον τεράστιο όγκο των Τουρκαλβανών και "φοβισμένοι σκόρπισαν στους λόγκους" όπως λέει ο ποιητής.
Οι επαναστάτες με την απώλεια και τη μαρτυρική θυσία του αρχηγού τους, Θανάση Διάκου, βρίσκονταν σε δύσκολη θέση.
Ο Δυοβουνιώτης και ο Πανουργιάς με τους άντρες τους συγκεντρώθηκαν στο στενό της Γραβιάς, που σχηματίζεται από τον Παρνασσό και την Γκιώνα, σαν έμαθαν ότι οι Τούρκοι θα περνούσαν από κει για τα Σάλωνα-Άμφισσα - κι από τη Σκάλα -σημερινή Ιτέα- θα διαπεραιώνονταν με καράβια στον Μοριά. Από κατασκόπους έμαθαν πως ο Ομέρ Βρυώνης θα καθάριζε το πέρασμα για τα Σάλωνα, ενώ ο Κιοσέ Μεχμέτ (Σπανο-Μεμέτης), θα έμενε στη Λοκρίδα για λίγο για να φυλάξει τις πλάτες του Βρυώνη. Έτσι αποφάσισαν να χτυπήσουν την κολόνα του Ομέρ Βρυώνη που θα πήγαινε στα Σάλωνα.
Διάλεξαν το στενό της Γραβιάς γιατί από εκεί περνά ο μοναδικός δρόμος για τα Σάλωνα. Η Γραβιά τότε δεν ήταν χτισμένη. Υπήρχε μονάχα ένα χάνι για να διανυκτερεύουν οι στρατοκόποι και οι αγωγιάτες που πήγαιναν για τα Σάλωνα, ή από τα Σάλωνα για Υπάτη - Πατρατζίκι τότε.

Το χάνι ήταν χτισμένο με πλίθες και είχε γύρω μια μεγάλη μάντρα. Το μεγαλύτερο μέρος ήταν ισόγειο και μόνο από τη μια μεριά είχε δεύτερο όροφο. Είχε δυο αυλόπορτες? η μια έβλεπε κατά τη ρεματιά και η άλλη κατά τη δημοσιά. Υπήρχαν ακόμα δυο ξωκλήσια, του Άι Θανάση κοντά στο Χάνι και πιο πέρα του Άι Δημήτρη και μερικές καλύβες που είχαν οι κάτοικοι της Βάριανης (κοντινό χωριό), για να μένουν τον καιρό που καλλιεργούσαν τα χτήματά τους.
Εκεί τους αντάμωσε ο Οδυσσέας Ανδρούτσος στις 3 Μαΐου ερχόμενος από τον Βάλτο που είχε πάει να ξεσηκώσει τον Βαρνακιώτη, τον Τσόγκα και τον Ίσκο. Σαν ξεπάστρεψε στη γέφυρα της Τατάρνας τον Χασάν μπέη με εξήντα Αρβανίτες, έφτασε στη Γραβιά.
Ο ερχομός του Ανδρούτσου εμψύχωσε τους συναγμένους στη Γραβιά. Έδωσε όμως και κουράγιο στη γύρω περιοχή. "Σαν από Θεία Πρόνοια" ήταν ο ερχομός του γράφουν οι Σαλωνίτες στους Υδραίους και τους Σπετσιώτες.

Ο Ανδρούτσος, μόλις έφτασε στη Γραβιά, δεν κάθησε ήσυχος αλλά δραστηριοποιήθηκε από την πρώτη μέρα. Έγραψε στο παλιό του παλικάρι και πρωτοπαλίκαρο του Θανάση Διάκου, τον Βασίλη Μπούσγο, που ήταν τώρα αρχηγός του σώματος της Λιβαδειάς. Του έλεγε τα εξής: "Eυθύς ως λάβης το παρόν να μάσης τους συντρόφους όσους κι αν είναι, ένας να μη λειψει και αύριον αυγή κίνα κι έλα εδώ ν' ανταμωθούμε". Συγχρόνως ειδοποίησε παντού γύρω για μπαρουτόβολα. Έγραψε επίσης στους Αρβανίτες που βρίσκονταν στο Ζητούνι -Λαμία- και τους έλεγε ότι έπρεπε να φύγουν για να μη χαλαστούν. Τους έδινε, μάλιστα, προθεσμία τρεις μέρες.
Δεν κατάφερε όμως τίποτε, γιατί ο τουρκικός στρατός ξεκίνησε. Την είδηση την έφερε ο Ηλίας Μανανάς από τη Βάριανη.
Τώρα το μυαλό του δούλευε ασταμάτητα πού και πώς θα μπορούσε να χτυπήσει τη μεγάλη δύναμη του εχθρού.
Ο Δυοβουνιώτης και ο Πανουργιάς πίστευαν πως το καλύτερο μέρος να ταμπουρωθούν ήταν το γεφύρι της Χαϊνίτσας -ποτάμι της Γραβιάς- απ' το οποίο θα περνούσε ο τουρκικός στρατός. Του Ανδρούτσου όμως δεν του άρεσε, γιατί ούτε ταμπούρια είχε δυνατά, ούτε θα μπορούσαν να κρατήσουν τις θέσεις όταν τους έκανε επίθεση το ιππικό.

Στις 7 Μαΐου 1821, ο στρατός του Ομέρ Βρυώνη βρισκόταν στις Θερμοπύλες βαδίζοντας για τη Γραβιά. Αποτελούνταν από εφτά με οχτώ χιλιάδες πεζούς και χίλιους καβαλάρηδες. Οι μισοί καβαλάρηδες ήταν Γκέκηδες με αρχηγό τον Τελεχά Φέζον και οι άλλοι μισοί Τσάμηδες με αρχηγό τον Μουσταφά μπέη Καφεζέζη. Η είδηση έφτασε στους επαναστάτες τα ξημερώματα της Κυριακής.
Οι καπεταναίοι, σαν το 'μαθαν, μαζεύτηκαν σε συμβούλιο για να καθορίσουν πού θα χτυπήσουν τους Τούρκους.
Συνάχτηκαν κάτω από μια μεγάλη βελανιδιά που βρισκόταν έξω απ' το χάνι. Η πρόταση για το γεφύρι της Χαϊνίτσας απορρίφθηκε από τους υπόλοιπους καπεταναίους. Συζητούσαν τότε να πιάσουν τις γύρω πλαγιές βάζοντας στη μέση τον εχθρό που θα περνούσε από κει.



   .


Ο Ανδρούτσος, καθισμένος κι αυτός με τους άλλους κάτω απ' τη βελανιδιά, παρακολουθούσε αμίλητος, τάχα αδιάφορος, καπνίζοντας το τσιμπούκι του. Το βλέμμα του ήταν καρφωμένο μπροστά. Μέσα στο μυαλό του δούλευε το παράτολμο σχέδιο που είχε συλλάβει. Το πλιθόχτιστο αυτό χάνι που έβλεπε μπροστά του, λογάριαζε να το κάνει φοβερό κάστρο που οι Τούρκοι θα 'σπαζαν τα μούτρα τους. Ενώ οι άλλοι συζητούσαν πού θα πιάσει ο καθένας, τους έκοψε απότομα και κοιτάζοντας προς τους Δυοβουνιώτη και Πανουργιά, τους λέει απότομα: Εδώ θα πολεμήσουμε μα πρέπει ένας από μας να κλειστεί μέσα σε τούτη τη μάντρα. Και τους δείχνει το χάνι.
Τα λόγια του ακολούθησε γενική βουβαμάρα. Όλα τα παλικάρια ρίχνουν απάνω του το βλέμμα τους εξεταστικά. Τι είναι αυτά που τους λέει! Να κλειστούν μέσα σε μια πλιθόχτιστη μάντρα; Μα, με τα χέρια να έπεφταν απάνω της εννιά χιλιάδες Τούρκοι θα την έκαναν σκόνη. Ίσως σε πολλούς να πέρασε προς στιγμήν η ιδέα ότι ο Οδυσσέας τρελάθηκε ή ήθελε ν' αυτοκτονήσει.
Οι γεροαρματολοί δεν αντέκρουσαν την πρόταση, αλλά, για να μη θεωρηθούν κιοτήδες, δικαιολογήθηκαν τάχα ότι τους έλειπαν τα χρειαζούμενα πολεμοφόδια.
Μετά τη σιωπηλή αυτή άρνηση, ο Ανδρούτσος πετάγεται όρθιος και φωνάζει οργισμένος:
- Ορέ, δε βρίσκονται μέσα εδώ εκατό παλικάρια ν' ακριβοπληρώσουμε το αίμα μας;
Δεν απόσωσε τον λόγο του και μέσα απ' τους συναγμένους ακούστηκε μια βροντερή φωνή.
- Εγώ, καπετάνιε.
Ένα σεμνό παλικάρι βρέθηκε πλάι του. Ήταν ο Θανάσης Σεφέρης. Με μιας ύστερα από τη φωνή του Σεφέρη ακούστηκαν σαν ηχώ και οι φωνές άλλων παλικαριών.
- "Και εγώ, κι εγώ, κι εγώ...".
Ο Οδυσσέας, δίνοντας το αριστερό του χέρι στον Σεφέρη και γυρίζοντας στους συναγμένους, τους φωνάζει:
- Ε, παιδιά, όποιος θέλει να 'ρθει μαζί μου να πιαστεί στο χορό. Βγάζει τότε απ' το σελάχι του το μαντίλι, το ανεμίζει με το δεξί του χέρι και σέρνει το χορό τραγουδώντας:
"Κάτου στου βάλτου τα χωριά στα πέντε βιλαέτια..."

Ένας ένας τα παλικάρια με τη θέλησή τους άρχισαν να πιάνονται στο χορό. Ο Γοβγίνας, ο Γκούρας, ο Μαμούρης και πολλοί άλλοι. Οι πέντε έγιναν δέκα, είκοσι, σαράντα, και σε λίγο ξεπέρασαν τους εκατό.
Ο ενθουσιασμός ήταν απερίγραπτος. Οι φωνές και τα σφυρίγματα αντιβούιζαν στο φαράγγι της Γραβιάς. Ο Ανδρούτσος κατάφερε ν' ανάψει φωτιά στα στήθια των πριν από λίγο κιοτεμένων παλικαριών. Χορεύοντας μπροστά, φέρνει μια δυο γύρες τη βελανιδιά και σαν υπολογίζει πως είναι αρκετοί αυτοί που τον ακολουθούν, συνεχίζει χορεύοντας κατά τον μαντρότοιχο του χανιού. Στέκεται πλάι στην αυλόπορτα μέσα στη μάντρα, και μετράει όσους μπαίνουν.

Σε κάποια στιγμή φωνάζει:
- Σταματήστε δε χρειάζονται περισσότεροι. Μέτρησε εκατόν δέκα τέσσερις και τρεις ο χανιτζής με τα δυο παιδιά του εκατόν δέκα εφτά κι αυτός εκατόν δέκα οχτώ. Ο χώρος είναι περιορισμένος. Εκατόν δέκα οχτώ καριοφίλια τού είναι αρκετά. Πολλοί που έμειναν απ' έξω φωνάζουν και διαμαρτύρονται. Την ώρα αυτή με τις φωνές ένας λαγός πετάχτηκε από ένα θάμνο. Ο Ανδρούτσος τους φωνάζει να μην τον πυροβολήσει κανείς. Τρέχει και πιάνει τον λαγό ζωντανό, θα είναι το τυχερό των κλεισμένων. Από παλιά υπήρχε η πρόληψη ότι ο λαγός είναι κακό σημάδι. Ίσως γιατί είναι φοβιτσιάρικο ζώο.

Σαν μπήκαν μέσα στο χάνι, η ώρα ήταν εννιά. Λογάριαζαν πως ο Ομέρ Βρυώνης θα 'φτανε πριν από το μεσημέρι. Ο χρόνος δεν τους έπαιρνε και χωρίς αργοπορία άρχισαν να ετοιμάζονται για την άμυνα. Πρώτη τους δουλειά ήταν να γυρίσουν το νερό απ' τη ρεματιά μέσα στον περίβολο του χανιού για να έχουν να πίνουν. Μετά ο Μαστρογιάννης, που ήταν χτίστης, άρχισε ν' ανοίγει "μασγάλια" -τουφεκίστρες- στον μαντρότοιχο και στο χάνι. Και για να μη φαίνονται από μακριά, τις κάλυψαν με αγριόχορτα. Ασφάλισαν επίσης τις πόρτες με μεγάλες πέτρες.
Σε λίγο φάνηκαν στον κάμπο οι Τούρκοι. Δε θ' αργούσαν να φτάσουν στη Γραβιά. Κι ενώ οι κλεισμένοι στο χάνι ετοιμάζονταν για την άμυνα, οι άλλοι που ήταν απ' έξω πήγαν να πάρουν τις θέσεις τους. Ο Δυοβουνιώτης με τον Πανουργιά πιάσανε τα ριζά του Χλωμού -παρακλάδι της Γκιώνας- την αριστερή ακροποταμιά. Ο Κοσμάς Σουλιώτης με τους Σουλιώτες του, τους Κατσικογιανναίους και τους υπόλοιπους, πιάσανε τη δεξιά ακροποταμιά της Πανάσαρης -παρακλάδι του Παρνασσού- κοντά στο κεφαλόβρυσο του Σου Ντζίκα (από το σλάβικο σου = νερό - Σου-βάλα, Σου-Ντζίκα κ.λπ.).
Τους κλεισμένους όμως τους βασάνιζε η έλλειψη από μπαρουτόβολα. Αυτόν που είχαν στείλει για εφοδιασμό δεν είχε φανεί ακόμα και οι Τούρκοι είχαν φτάσει στο γεφύρι της Χαϊνίτσας. Εκείνη τη στιγμή όμως έφτασε από τα Σάλωνα ο τροφοδότης του στρατοπέδου Αναγνώστης Κεχαγιάς σέρνοντας δυο μουλάρια φορτωμένα με μπαρουτόβολα και τρόφιμα μαζί με τον γαμπρό του Καραχάλιο. Αψηφώντας τον κίνδυνο, γιατί ο εχθρός ζύγωνε, κίνησε για το χάνι. Μόλις πρόφτασε κι έκοψε τις τριχιές απ' τα σαμάρια και πέταξε πάνω απ' τη μάντρα τα σακιά με τα μπαρουτόβολα και τα τρόφιμα στους κλεισμένους. Οι Τούρκοι είχαν αρχίσει να ντουφεκάνε και θα πλήρωνε με τη ζωή του, αν ο Καραπλής ή Πλάτανος -για τη σωματική του διάπλαση- που βρισκόταν εκεί κοντά ταμπουρωμένος δεν άρχιζε στο ντουφέκι τους Τούρκους και του έδωσε καιρό να φύγει. Άφησε όμως το ένα απ' τα δύο μουλάρια σκοτωμένο.
Με τη μικροσυμπλοκή αυτή, ο έμπειρος Ομέρ Βρυώνης κατάλαβε ότι κάτι κρυβόταν στο χάνι. Αποφάσισε τότε να ακολουθήσει την ίδια τακτική της Αλαμάνας. Πρώτα θέλησε να ξεμοναχιάσει το χάνι απ' τους άλλους επαναστάτες. Μοίρασε τον στρατό σε τρεις κολόνες. Έριξε τη μια κατά το Χλωμό και την άλλη κατά τη βρύση του Σου Ντζίκα. Στις δυο αυτές κολόνες έστειλε και όλο το ιππικό του. Την τρίτη, που ήταν Αρβανίτες Γκέκηδες και Τόσκηδες, την κράτησε για το χάνι.
Η επίθεση στο Χλωμό και στου Σου Ντζίκα ήταν τόσο ορμητική που έγινε ό,τι πριν από λίγες μέρες στον Γοργοπόταμο και τη Χαλκωμάτα -στη μάχη της Αλαμάνας-. Ύστερα από μικρή αντίσταση, οι επαναστάτες τραβήχτηκαν στα ψηλώματα. Σκοτώθηκε μονάχα ο Σουλιώτης Μπούχλας.
Ο Ανδρούτσος με τους κλεισμένους στο χάνι καρτερούσαν τη σειρά τους. Φοβερά ψύχραιμος κι ατάραχος, είπε στους συντρόφους του, μη ρίξει κανείς προτού αρχίσω εγώ. Αφήστε τους να ζυγώσουν. Αυτοί τον υπάκουσαν. Eκείνος περίμενε την τρίτη κολόνα για να τους επιτεθεί.
Βλέπουν όμως απ' τις πολεμίστρες να ξεκόβει ένας καβαλάρης και να έρχεται προς το χάνι. Όταν έφτασε, βλέπουν ότι ήταν ένας γέρος ντερβίσης. Ο Χασάν ντερβίσης ήταν γνώριμος του Οδυσσέα από τα Γιάννενα και γι' αυτό ο Ομέρ Βρυώνης τον έστειλε για να προσπαθήσει να διαπραγματευτεί με τον Ανδρούτσο. Γνώριζε ακόμα ότι ο Ανδρούτσος ήταν μπεκτασής και κατά τη γνώμη του θα σεβόταν τον ιερωμένο.
Οι μπεκτασήδες ήταν μωαμεθανοί μοναχοί, οι οποίοι αποτελούσαν ιδιαίτερο τάγμα με δογματικές διαφορές από τους ομοθρήσκους τους. Δεν νήστευαν το Ραμαζάνι, αλλά δώδεκα μέρες που συνέπιπταν με τη νηστεία της εορτής των Αγίων Αποστόλων. Φιλοξενούσαν στις μονές τους -τεκέδες- Τούρκους και Χριστιανούς χωρίς εξαίρεση και είχαν στενή επαφή με τους Γενιτσάρους που προέρχονταν από Χριστιανούς. Οι μπεκτασήδες δεν έκαναν διάκριση θρησκείας και καταγωγής αλλά μόνον τιμίων και κακών ανθρώπων. Είχαν αποκτήσει μεγάλη δύναμη ανάλογη με τους Ιησουίτες. Οι τεκέδες τους αποτελούσαν άσυλα και απολάμβαναν ανεξαρτησίας από το κράτος. Και ο Ανδρούτσος είχε γίνει μυστικά μπεκτασής για να έχει καταφύγιο στους τεκέδες των μπεκτασήδων στις πολεμικές του περιπέτειες. Είχε προβεί σε αυτή την κωμωδία μόνο και μόνο για να βρίσκει άσυλο στις δύσκολες στιγμές.
Σαν σταμάτησε έξω απ' το χάνι, ο Χασάν ντερβίσης σκόρπισε με το χέρι του δεξιά και αριστερά άμμο, ψέλνοντας το "ντονά" -την προσευχή του- να διαλυθούν οι εχθροί του σαν την άμμο. Ο Ανδρούτσος που παρακολουθούσε μέσα απ' την τουφεκίστρα τον χαιρέτισε τουρκικά και αντιχαιρέτισε ο ντερβίσης. Μετά τον ρώτησε πάλι, στα τουρκικά -"Ντερεγιέ γκιντερσίν;" (-πού πας;). Ο ντερβίσης απάντησε- "Σάλωνα για γκιντερίμ" (πάω στα Σάλωνα).
Ο Ανδρούτσος πάλι τον ρώτησε "τι πας να κάνεις ορέ Τούρκο στα Σάλωνα;" Η απάντηση ήταν "να υποτάξω ή να σφάξω τους απίστους". Απαντώντας ο Οδυσσέας με βρισιές καθώς τον σημάδευε με το καριοφίλι του, του έστειλε ένα βόλι που χτύπησε τον ντερβίση στο μέτωπο κι έπεσε ξερός απ' τ' άλογό του.
Βλέποντας νεκρό τον ντερβίση τους, οι Τούρκοι σκυλιάσανε. Αυτό επεδίωκε και ο Ανδρούτσος. Να τους εξοργίσει όσο μπορούσε πιο πολύ. Αμέσως τότε ορμάνε με ιερό φανατισμό κατά το χάνι, να εκδικηθούν το αίμα του ντερβίση τους. Μα τα καριοφίλια των κλεισμένων ξερνούν φωτιά και μολύβι.
Ο Βρυώνης ξαφνιάζεται. Διατάζει δεύτερη επίθεση και προστάζει τους άντρες του να καταλάβουν το χάνι. Μα το χάνι ξερνάει κεραυνούς κι αστροπελέκια που θερίζουν τον εχθρό.
Μετά την αποτυχία και της δεύτερης επίθεσης, ο Πασάς στέλνει καινούργιες δυνάμεις. Οι Τουρκαλβανοί με το αριστερό χέρι στο μέτωπο για να μην βλέπουν αλλού, ορμάνε σαν τυφλοί. Μερικοί κατορθώνουν να φτάσουν στη μάντρα και προσπαθούν να τη ρίξουν με τις πλάτες τους. Άλλοι προσπαθούν με πέτρες να βουλώσουν τις τουφεκίστρες. Ένας Τουρκαλβανός ζυγώνει με μια πέτρα και θέλει να φράξει μια πολεμίστρα. Από μέσα βρίσκεται ο Μουσταφά Γκέκας, σωματοφύλακας και πιστός σύντροφος του Οδυσσέα. Ενώ απ' έξω ο Γκέκας του Βρυώνη σπρώχνει την πέτρα προς τα μέσα, ο Μουσταφάς με την μπούκα του καριοφιλιού τη σπρώχνει προς τα έξω. Στο τέλος ο φιλέλληνας Μουσταφάς κατορθώνει να σπρώξει την πέτρα, αλλά μαζί βγήκε πολύ έξω και η κάννη του καριοφιλιού.
Ένας άλλος Τουρκαλβανός κατορθώνει λοξά ν' αρπάξει την κάνη και την τραβούσε προς τα έξω. Ο Μουσταφά Γκέκας αγωνίζεται να την τραβήξει προς τα μέσα. Ο Οδυσσέας βλέποντας τον αγώνα, πάει στη διπλανή πολεμίστρα, βάζει στο τουφεκίδι τους Αρβανίτες κι ελευθερώνει τον σύντροφό του.
Ο Βρυώνης, με τον χαλασμό που γίνεται στο ασκέρι του, αναστατώνεται, εξοργίζεται φοβερά. Πιο πέρα απ' το χάνι βρισκόταν το ξωκλήσι του Άι Θανάση. Από κει μέσα ο Πασάς, που είχε φρυάξει απ' το κακό του, παρακολουθούσε τα απανωτά γιουρούσια που κάνανε οι δικοί του χωρίς κανένα αποτέλεσμα.
Μετά το μεσημέρι συγκέντρωσε τους μπουλουξήδες (διοικητές μπουλουκιού-μονάδας) κι αφού τους κατσάδιασε που δεν μπόρεσαν να κάνουν τίποτε μέχρι τότε, απαίτησε μ' ένα καινούργιο γιουρούσι να δώσουν τέλος. Έταξε δε και πεντακόσια πουγκιά στον μπουλουξή που θα πατούσε πρώτος το χάνι.
Η καινούργια επίθεση αποφασίστηκε να γίνει το απομεσήμερο και θα 'ταν η τελευταία κατά τη γνώμη τους. Θα έμπαινε μπροστά το ιππικό και πίσω θ' ακολουθούσαν οι πεζοί. Για να τονώσει πιο πολύ το ηθικό των επιτιθεμένων, διέταξε τους μπαϊρακτάρηδες -σημαιοφόρους- να πάνε με τα μπαϊράκια τους και να τα στήσουν στο χάνι. Στο γιουρούσι αυτό πήρε μέρος και ο Χαλήλ μπέης, τοπικός άρχοντας της Λαμίας. Ήταν εκείνος που πρωτοστάτησε στη θανάτωση του Διάκου.
Με ξεφωνητά και κατάρες άρχισε η καινούργια επίθεση. Σε λίγο το χάνι είχε κυκλωθεί από παντού. Τα καριοφίλια όμως των κλεισμένων σκορπίζουν τον θάνατο και κόβουν την ορμή, σωριάζοντας καινούργιους νεκρούς και λαβωμένους. Το ιππικό, που πιο πολύ εμπόδιο έφερνε παρά βοήθεια, αποσύρθηκε. Οι Τουρκαλβανοί Γκέκηδες και Τόσκηδες ορμούν σα θηρία ανήμερα. Εκτός από την παλικαριά τους είναι και το υπερβολικό ποσό που έχει τάξει ο Βρυώνης σ' όποιον πατήσει το χάνι.
Χωρίς να λογαριάζουν τον κίνδυνο, ζυγώνουν τη μάντρα και προσπαθούν να τη ρίξουν με τις πλάτες τους. Άλλοι με τσεκούρια προσπαθούν να σπάσουν τις πόρτες αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Δυο τρεις καταφέρνουν να καβαλήσουν τη μάντρα μα οι κλεισμένοι τους γκρεμίζουν σκοτωμένους. Τον ένα αναφέρεται πως τον σκότωσε με τα χέρια του ο Γκούρας. Ένα βόλι ρίχνει νεκρό τον Χαλήλ μπέη. Είναι η θεία Νέμεση για τον θάνατο του Διάκου.
Οι μπαϊρακτάρηδες, για να εμψυχώσουν τους επιδρομείς, προσπαθούν να στήσουν τα μπαϊράκια τους στον μαντρότοιχο. Αλλά τους θερίζουν τα βόλια των κλεισμένων.Ένας μονάχα κατορθώνει να φτάσει μπροστά στο χάνι και πέφτοντας ανάσκελα, για να μη δίνει στόχο, βαστάει με τα χέρια του το κοντάρι της σημαίας. Οι Τουρκαλβανοί που βλέπουν το μπαϊράκι τους ν' ανεμίζει, θαρρούν πως το χάνι πατήθηκε κι ορμούν από παντού. Ο Γκούρας, κοντά στην πολεμίστρα του οποίου βρίσκεται το μπαϊράκι, προσπαθεί με βρισιές να κάνει αυτόν που το κρατάει να σηκωθεί για να τον σκοτώσει. Ο Τουρκαλβανός όμως προστατεύεται από τη γωνιά και το έδαφος. Τέλος ο Γκούρας σημαδεύει το κοντάρι, πυροβολεί και το κόβει στα δύο. Η σημαία έπεσε. Γύρω απ' το χάνι όμως έχουν συγκεντρωθεί μάζες Αλβανών.
Ο Ανδρούτσος είναι η ψυχή της άμυνας καθώς ακούραστος τρέχει παντού όπου υπάρχει ανάγκη εμψυχώνοντας τους άντρες του. Ο Αγγελής Γοβγίνας, ο Γκούρας, ο Μουσταφάς, ο Μαμούρης, ο Παπαντριάς είναι οι περισσότερο ακούραστοι.
Κι αυτή η επίθεση πήγε χαμένη. Τούτο το πλιθόχτιστο χάνι έχει γίνει κάστρο άπαρτο.
Τώρα όμως είχαν και οι Έλληνες τα θύματά τους. Ένας Αρβανίτης κατάφερε ν' ανέβει απαρατήρητος στη μεγάλη βελανιδιά που ήταν δίπλα στο χάνι. Κρυμμένος στην πυκνή φυλλωσιά του δέντρου, βλέπει μέσα στο μικρό δωμάτιο που ήταν σα δεύτερος όροφος πάνω απ' το χάνι ν' αστράφτουν κάθε τόσο δυο καριοφίλια. Ήταν οι δυο Θανάσηδες, ο Σεφέρης, το παλικάρι που πιάστηκε πρώτο στον χορό, και ο Καπλάνης, ξακουστός για την παλικαριά του. Από τα βόλια του Αρβανίτη πέφτουν και οι δυο νεκροί.
Η παράδοση αναφέρει ότι είχαν "μαγαρίσει με γυναίκες". Αυτό βασιζόταν στην πρόληψη πως το κακό βόλι έβρισκε όποιον κλέφτη πήγαινε παραμονή της μάχης με γυναίκα.
Έξι γιουρούσια έχουν τσακιστεί πάνω στο χάνι χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Πάνω από τρακόσιοι οι σκοτωμένοι και οι λαβωμένοι διπλοί και τριπλοί. Τυφλωμένος απ' την οργή του ο Πασάς, βουτάει το απελατίκι του (σιδερένιο ρόπαλο ακιδωτό στην άκρη) κι ορμάει έξω απ' το ξωκλήσι έτοιμος να μπει ο ίδιος σε καινούργια επίθεση μπροστά, για να χτυπήσει αποτελεσματικά. Πέφτουν απάνω του οι μπέηδες και οι μπουλουξήδες και καταφέρνουν με δυσκολία να τον συγκρατήσουν, γιατί γνώριζαν τι τον περίμενε. Στο διάστημα αυτό ο Ανδρούτσος βλέπει από την πολεμίστρα τον Βρυώνη έξω από τον Άι Θανάση και φωνάζει στα παλικάρια του:
-Να ο πασάς ορέ. Είν' αυτός με τα κόκκινα πουντούρια!

Ντουφεκάνε κατά κει μα η απόσταση είναι μεγάλη και τα βόλια πέφτουν γύρω του κρύα, μονάχα ένα χτύπησε απάνω στην πιστόλα του. Οι δικοί του καταφέρνουν και τον βάνουν μέσα στην εκκλησία για να προφυλαχτεί. Του υπόσχονται σ' ένα καινούργιο γιουρούσι να πατήσουν το χάνι.
Η έφοδος ξαναρχίζει. Τούτη τη φορά παίρνουν μέρος και τ' ανίψια του Βρυώνη. Είναι η έβδομη και τελευταία επίθεση. Οι Τουρκαλβανοί ορμάνε με πάθος. Ζώνουν το χάνι απ' όλες τις μεριές. Πρώτοι απ' όλους οι μπέηδες και οι μπουλουξήδες. Ανάμεσα στους άλλους σκοτώθηκε κι ένας μπέης, ανιψιός του Ομέρ Βρυώνη. Κι αυτό το γιουρούσι πήγε χαμένο.
Ο ήλιος βασιλεύει πίσω απ' τα αντικρινά βουνά. Σε λίγο έρχεται το σούρουπο κι αποτέλεσμα κανένα.
Πλησιάζει τότε τον πασά ο Χρήστος Παλάσκας που τον ακολουθούσε από τα Γιάννενα και του λέει:
- Πασά μου, μην χάνεις άλλους ανθρώπους, αλλά στείλε να φέρεις κανόνια από το Ζητούνι κι αύριο τους κάνεις σκόνη τους κλεισμένους.
Ο Βρυώνης υιοθετεί αυτή τη συμβουλή και στέλνει "τάταρτη" -ταχυδρόμο- στο Ζητούνι για να του στείλουν κανόνια.
Σε λίγο ακούγεται μια φωνή απ' τον Άι Θανάση:
- Ορέ Αντρούτσο, καλά σ' έχουμε κλεισμένο. Πού θα μας πάς; Αλίμονό σου, ταχιά μας έρχονται δυο κανόνια απ' το Ζητούνι και θα σε κάνουμε στάχτη.
Και μήπως και δεν τον άκουσαν, επανέλαβε τα λόγια του δυο και τρεις φορές. Ο Οδυσσέας γνώρισε τη φωνή του Παλάσκα γιατί ήταν γνώριμός του απ' τα Γιάννενα και κατάλαβε πως του 'στελνε μήνυμα για τις προθέσεις του πασά.
Ο Ανδρούτσος, βέβαια, ξύπνιος καθώς ήταν, δεν είχε σκοπό να περιμένει άλλο στο χάνι, γιατί και τα μπαρουτόβολα τελείωναν και η παραμονή τους θα ήταν σκέτη αυτοκτονία. Χάρηκε όμως για την προειδοποίηση του Παλάσκα.
Έτσι, σαν άλλαξαν τα καρούλια και καθίσανε να φάνε λίγο ψωμοτύρι και να ξαποστάσουν λίγο από το συνεχή αγώνα, ο Ανδρούτσος τους λέει:
"Παιδιά, δεν πρέπει να μείνουμε άλλο εδώ μέσα. Οι Τούρκοι ταχιά θα φέρουν κανόνια, όπως ακούσατε, και θ' αρχίσουν να χτυπάνε από μακριά το χάνι και δε θα γλιτώσει κανείς. Πρέπει να βγούμε από δω μέσα με το σπαθί στο χέρι μέσα απ' τους Τούρκους, γιατί χαμένοι και χαμένοι είμαστε. Άλλος τρόπος δεν υπάρχει".
Κανένας δεν έφερε αντίρρηση στα λόγια του.
Παρέκει ανοίγουν δυο λάκκους και θάβουν τους δυο Θανάσηδες Σεφέρη και Καπλάνη.

Η έξοδος
Τώρα τους λέει να πλαγιάσουν λίγο να ξεκουραστούν μέχρι να 'ρθει η ώρα για να φύγουν.
Τριγύρω οι Τούρκοι κουρασμένοι από τον δρόμο και τα απανωτά γιουρούσια έχουν πέσει σε βαθύ ύπνο. Περιμένουν ξένοιαστοι τα κανόνια που θα φτάσουν απ' το Ζητούνι, για να τσακίσουν τους κλεισμένους στο χάνι.

Το φεγγάρι ολόγιομο σ' έναν ξάστερο ουρανό, φωτίζει το πεδίο της μάχης, τους κοιμισμένους που μοιάζουν σαν πεθαμένοι απ' την κούραση της μέρας και τους ασάλευτους νεκρούς. Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος, καπνίζοντας συνέχεια το τσιμπούκι του, δούλευε στο μυαλό του σχέδια πώς θα γλιτώσει ετούτους τους ανθρώπους.
Δυο ώρες περίπου πριν ξημερώσει, ξύπνησε τους συντρόφους του και τους ειδοποίησε να συναχτούν για την έξοδο.

Το χάνι είχε, όπως είπαμε, δυο αυλόπορτες. Η μια κατά τη "δημοσιά" -τον δρόμο που πήγαινε για τα Σάλωνα- και η άλλη κατά τον κάμπο. Ο Κομνάς Τράκας, που ήταν από κείνα τα μέρη -απ' την Αγόριανη- και γνώριζε τα κατατόπια, τους είπε να φύγουν από την πόρτα του κάμπου. Από κει θα περνάγανε μέσα απ' τα αθέριστα χωράφια που τα στάχυα τους ήταν ψηλά και θα τους προστατεύανε από το φως του φεγγαριού. Όλοι συμφώνησαν με τη γνώμη του. Άρχισαν τότε σιγά σιγά χωρίς θόρυβο να βγάζουν τις πέτρες που ήταν πίσω απ' την αυλόπορτα και να τις τοποθετούν σε μια γωνιά. Σε λίγο η πόρτα ελευθερώθηκε. Έπρεπε όμως να σιγουρευτούν ότι οι Τούρκοι κοιμούνταν και δεν ξαγρυπνούσαν.
Ο Οδυσσέας πήρε μια κάπα, της έβαλε μέσα μερικές πέτρες για να βαρύνει και την πέταξε πάνω απ' τον μαντρότοιχο για να φανεί πως κάποιος πηδούσε για να φύγει. Η κάπα έπεσε και δεν ακούστηκε τίποτε, ούτε ντουφεκιά ούτε φωνή. Για να σιγουρευτεί, έριξε δεύτερη και τρίτη κάπα. Τίποτα, η ίδια ησυχία. Οι Τούρκοι είχαν πέσει σε βαθύ ύπνο. Στην εμπροσθοφυλακή θα πήγαινε ο Παπαντρέας με τον Μαμούρη με σαράντα άντρες. Το κέντρο θα κρατούσε ο Γκούρας με άλλους τόσους και την οπισθοφυλακή θα κρατούσε ο ίδιος ο αρχηγός με τους υπόλοιπους.
Ο Ανδρούτσος περίμενε ακόμα κάτι. Μερικά σύννεφα είχαν φανεί πάνω απ' την Γκιώνα, καρτερούσε να κρυφτεί λίγο το φεγγάρι στα σύννεφα για να μην τους προδώσει αμέσως. Πράγματι σε λίγο τα σύννεφα τύλιξαν το φεγγάρι.
- Να η Παναγιά με την Τσέργα της -μάλλινο σκέπασμα, βελέντζα- ακούστηκε κάποιος να λέει.

Η στιγμή ήταν κατάλληλη. Ο αρχηγός δίνει το σύνθημα της εξόδου. Οι κλεισμένοι βγαίνουν απ' την αυλόπορτα με τα γιαταγάνια στα χέρια πατώντας πάνω απ' τα κουφάρια των Τούρκων και απομακρύνονται απ' το χάνι.
Μπροστά για οδηγός μπαίνει ο γιγαντόσωμος Αντρέας Καραπλής ή Πλάτανος. Σε μικρή απόσταση πέφτουν πάνω στους Τουρκαλβανούς. Οι Τούρκοι ξαφνιάζονται. Ώσπου να συνέλθουν από τον βαθύ ύπνο, οι επαναστάτες, σφάζοντας όσους βρέθηκαν μπροστά τους, χάνονται σα φαντάσματα μέσα στα ψηλά στάχυα.
Είναι τόσο μεγάλη η αναταραχή στο εχθρικό στρατόπεδο, που ντουφεκάνε στα τυφλά χωρίς να ξέρουν ποιοι είναι δικοί τους και ποιοι Έλληνες.
Ο Οδυσσέας, τρέχει φωνάζοντας αρβανίτικα σα να κυνηγάει αυτούς που φεύγουν "από δω ορέεε!" προς την άλλη κατεύθυνση αριστερά, προς τη βρύση του Σου Ντζίκα. Έτσι οι Τουρκαλβανοί παρασύρονται προς τα εκεί, ενώ οι Έλληνες φεύγουν δεξιά κατά το Χλωμό. Ανεβαίνοντας στο βουνό, σε λίγο συναντάνε τον Παπακώστα Τζαμάλα και τον Απόστολο Γουβέλη με μερικούς άλλους που είχαν τρέξει να τους συνδράμουν σ' ένα οχυρό πέρασμα. Μετριούνται και βλέπουν ότι εκτός από τους δυο σκοτωμένους Θανάσηδες έχουν και δυο τραυματίες, τον Κώστα Καπογιώργη και τον Κομνά Τράκα.
Το γλυκοχάραμα φτάσανε στον Άι-Λια κι αντάμωσαν τα σώματα του Δυοβουνιώτη και του Πανουργιά. Οι γεροαρματολοί έτριβαν τα μάτια τους. Δεν περίμεναν να τους ξαναδούν.
Βούιξε ο τόπος από το κατόρθωμα αυτό. Αναπτερώθηκε το ηθικό των καταπτοημένων στη Ρούμελη, ύστερα απ' την Αλαμάνα. Ο Ανδρούτσος έγινε η κυρίαρχη μορφή του Αγώνα στην Ανατολική Στερεά Ελλάδα.
Ο Ομέρ Βρυώνης μπήκε το πρωί ο ίδιος στο χάνι και κατσάδιασε τους στρατιώτες του που δεν μπόρεσαν να πιάσουν λίγους "ζορμάδες" - κλέφτες. Στη συνέχεια διέταξε να θάψουν τους σκοτωμένους. Παρέμεινε δε οχτώ μέρες στη Γραβιά χωρίς να τολμήσει να προχωρήσει για τα Σάλωνα και στράφηκε προς τη Βοιωτία.

Τρίτη 1 Μαΐου 2018

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΓΕΡΜΑΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ

MHNAΣ    ΜΑΊΌΣ .-




1 ΜΑΙΟΥ 1941 Οι Γερμανοί κατόπιν μάχης με Βρεττανικές δυνάμεις καταλαμβάνουν την Καλαμάτα.
—1944 Τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής εκτελούν 200 Έλληνες στο σκοπευτήριο της Καισαριανής.
2 ΜΑΙΟΥ 1941 Οι Γερμανοί καταλαμβάνουν την Κεφαλληνία.
3 ΜΑΙΟΥ 1941 Τα γερμανικά στρατεύματα παρελαύνουν στους κεντρικούς δρόμους των Αθηνών, ενώ γερμανικά αεροπλάνα πετούν για 3 ώρες πάνω από την πόλη. Η Αθήνα παρουσιάζει κατά το διάστημα της παρελάσεως εικόνα νεκρής πόλεως, με έρημους δρόμους και κλειστά τα παράθυρα σπιτιών. Στο δημαρχείο της πόλεως κρατούνται από το γερμανικό φρουραρχείο 12 επιφανείς Αθηναίοι πολίτες, ως όμηροι για την πρόληψη τυχόν αποδοκιμασιών.
—1944 Οι γερμανικές δυνάμεις κατοχής, εκτελούν 50 Έλληνες στο στρατόπεδο Χαϊδαρίου.
— (3 και 4 Μαΐου) Το Ολοκαύτωμα του χωριού Λοχριά του Ρεθύμνου.
Αφορμή για το κάψιμο του χωριού ήταν η απαγωγή του Γερμανού στρατηγού Κράιπε από τους Άγγλους και τις αντιστασιακές ομάδες. 3 Μαΐου 1944 περικύκλωσαν το χωριό τα Γερμανικά στρατεύματα. Μάζεψαν τους άνδρες και τους πήγαν στις Μοίρες. Σκότωσαν δυο εντός του χωριού και εννιά κράτησαν ομήρους και τους βούλιαξαν στη θάλασσα. Την επομένη μέρα 4 Μαΐου μάζεψαν τα γυναικόπαιδα και τους επέτρεψαν να φύγουν προς τα δυτικά χωριά της Επαρχίας Αμαρίου – ‘Αρδακτος Πλάτανος. «Τα γυναικόπαιδα έκλαιγαν και τα ζώα εφώναζαν που τέτοια σκηνή φρίκης δεν εσυνάντησα ποτέ (Απομνημονεύματα οπλαρχηγού Σκουτελογιώργη, σελ. 242).
Ο φόρος αίματος του μικρού και φτωχού χωριού Λοχριάς ήταν βαρύς. Είκοσι δυο (22) νεκροί. Με δυναμίτες και φωτιά ισοπέδωσαν το χωριό.
—Την ίδια ημέρα 60 Έλληνες πατριώτες εκτελούνται από τους γερμανούς στην Καισαριανή.
4 ΜΑΙΟΥ 1941 Ο Χίτλερ, εις εκφωνηθέντα λόγον του δια την εν γένει πολεμικήν κατάστασιν, αναλύων τα συμπεράσματα εκ των νικών του γερμανικού στρατού, εξήρε την ανδρείαν του Έλληνος στρατιώτου. «Η ιστορική δικαιοσύνη, ετόνισεν, επιβάλλει την υποχρέωσιν να διαπιστωθή ότι από όλους τους αντιπάλους τους οποίους αντιμετωπίσαμεν, ό ελληνικός στρατός ιδίως επολέμησε με ύψιστον ηρωϊσμόν και αυτοθυσίαν».
—Τα γερμανικά στρατεύματα καταλαμβάνουν τη Χίο.
—1944 Τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής καταστρέφουν ολοσχερώς το χωριό Σακτούρια του Ρεθύμνου και φυλακίζουν όλους τους άνδρες άνω των 15 ετών και τους οδηγούν στον Άγιο Κύριλλο στη θέση ενός απότομου γκρεμού όπου είχαν στήσει τα πολυβόλα. Η εκτέλεση δεν πραγματοποιείται και οι συλληφθέντες οδηγούνται στις φυλακές της Φορτεντζας στο Ρέθυμνο. Κατά διαστήματα αφήνουν ορισμένους ελεύθερους. Στις 16-5-1944 εκτελούν 16 από τους φυλακισθέντες.
Τα γυναικόπαιδα οδηγούνται στην εξορία στην περιοχή ‘Αδελε- Κόρνια του Νομού. Λίγο μετά την απομάκρυνση των γυναικόπαιδων κατέστρεψαν το χωριό.
—Εκτελέσεις από τους Ναζί στο Μαγαρικάρι Ηρακλείου Κρήτης.
Ο αρχηγός και εμψυχωτής της Εθνικής Αντίστασης στην περιοχή της Μεσσαράς και στον Ψηλορείτη Πετρακογιώργης είχε την καταγωγή του από το Μαργαρικάρι. Αυτό ήταν η αιτία που στις 4 Μαΐου 1944 οι Γερμανοί βοηθούμενοι στο έργο τους από τους Ελληνικής καταγωγής προδότες έκαψαν εξ ολοκλήρου το χωριό εκτός από την εκκλησία και την φάμπρικα Πετράκη. Εφτά (7) άτομα από εκείνα που συνέλαβαν εκτέλεσαν στο χωριό Σκούρβουλα με άλλους 40 και 13 άτομα μαζί με άλλα πολλά επιβίβασαν σε καράβια και στην συνέχεια τα βούλιαξαν.
—Στις 4 Μαΐου 1944, βομβαρδίστηκε από τους Γερμανούς το χωριό Καμάρες (Ηρακλείο Κρήτης) και πυρπολήθηκε. Όσοι από τους κατοίκους δεν πρόλαβαν να διαφύγουν εκτελέστηκαν επί τόπου. Ο αριθμός των εκτελεσθέντων ανδρών και γυναικών ανέρχεται στους 28.
7 ΜΑΙΟΥ 1941 Εισέρχονται στην Ελλάδα οι γερμανικές ποινικές διατάξεις. Συλλαμβάνονται υπουργοί και άλλα πρόσωπα της προηγούμενης κυβέρνησης.
8 ΜΑΙΟΥ 1941 Οι γερμανοί καταλαμβάνουν τελικώς την νήσο Μήλο.
9 ΜΑΙΟΥ 1944 Απαγχονισμός 10 Ελλήνων στα Ψηλά Αλώνια Πατρών.
10 ΜΑΙΟΥ 1941 Απαγορεύονται στην Ελλάδα οι προβολές αγγλικών και αμερικανικών ταινιών, ενώ ζητείται η παράδοση των ραδιοφωνικών πομπών.
—Οι γερμανοί καταλαμβάνουν την Κέα.
1944 Οι γερμανοί εκτελούν Έλληνες ομήρους στην Καισαριανή.
11 ΜΑΙΟΥ 1941 Οι Γερμανοί ενεργούν αλλεπαλλήλους αεροπορικάς επιθέσεις εναντίον του αεροδρομίου Μαλέμε (Κρήτης ), το οποίον υπερασπίζουν Βρεττανοί και Έλληνες στρατιώται.
13 ΜΑΙΟΥ 1941 Η Σαμοθράκη και η Θάσος παραδίδονται από τους γερμανούς στους βούλγαρους.
—Λίγο μετά τη γερμανική εισβολή, οι Αθηναίοι αρχίζουν να προμηθεύονται το ψωμί με δελτίο, ενώ οι Ναζί αποκτούν το δικαίωμα να ταξιδεύουν δωρεάν με τον ηλεκτρικό.
14 ΜΑΙΟΥ 1941 Η γερμανική αεροπορία αρχίζει σφοδρούς βομβαρδισμούς, με κύριους στόχους τα αεροδρόμια της Κρήτης και τους λιμένες Ηρακλείου και Σούδας. Από την δράση της παρεμποδίζεται η άφιξη από την Μέση Ανατολή του μεγαλύτερου μέρους του πολεμικού υλικού, που προοριζόταν για την άμυνα της Κρήτης.
15 ΜΑΙΟΥ 1941 Βυθίζεται από Γερμανική αεροπορική επιδρομή το Αντιτορπιλικό ‘’Λέων’’ στον όρμο στης Σούδας.
16 ΜΑΙΟΥ 1941 Καταργείται το οικογενειακό δελτίο τροφίμων και καθιερώνεται ατομικό νέου τύπου σε ολόκληρη την Ελλάδα. Το γάλα μοιράζεται στο εξής μόνο σε ασθενείς και παιδιά.
—1944 Τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής αφού πριν καταστρέφουν ολοσχερώς το χωριό Σακτούρια του Ρεθύμνου και φυλακίζουν όλους τους άνδρες άνω των 15 ετών, τους οδηγούν στον Άγιο Κύριλλο στη θέση ενός απότομου γκρεμού όπου είχαν στήσει τα πολυβόλα. Η εκτέλεση δεν πραγματοποιείται και οι συλληφθέντες οδηγούνται στις φυλακές της Φορτεντζας στο Ρέθυμνο. Κατά διαστήματα αφήνουν ορισμένους ελεύθερους. Σαν σήμερα στις 16-5-1944 τελικά εκτελούν 16 από τους φυλακισθέντες.
Τα γυναικόπαιδα οδηγούνται στην εξορία στην περιοχή Άδελε- Κόρνια του Νομού. Λίγο μετά την απομάκρυνση των γυναικόπαιδων κατέστρεψαν το χωριό (βλ. και 4 Μαϊου).
19 ΜΑΙΟΥ 1941 Οι Γερμανοί επέταξαν όλα τα πλωτά ελληνικά μέσα.
20 ΜΑΙΟΥ 1941 Αρχίζει η Μάχη της Κρήτης με την ρίψη Γερμανών αλεξιπτωτιστών (επιχείρηση Ερμής). Η αντίσταση των συμμαχικών στρατευμάτων της Μεγαλονήσου και του άμαχου πληθυσμού της κατέπληξε τον κόσμο ολόκληρο.
—Οι Γερμανοί ρίπτουν εις τα Χανιά εμπρηστηκάς βόμβας, αίτινες προεκάλεσαν μεγάλας πυρκαϊάς. Επετέθησαν ταυτοχρόνως κατά του Ρεθύμνου και του Ηρακλείου. Εις την τελευταίαν πόλιν, οι Γερμανοί στρατιώται εισήλθον, αφού έβαλαν μπροστά των γυναικόπαιδα ως ασπίδα. Αλλά εξωντώθησαν ακολούθως εις σκληράς οδομαχίας. Κατά την ιδίαν ημέραν, διεξήχθησαν σφοδραί μάχαι πέριξ του αεροδρομίου Μαλέμε.
21 ΜΑΙΟΥ 1941 Το Ηράκλειο βομβαρδίζεται σφοδρότατα. Οι γερμανοί μπαίνουν στην πόλη, αλλά μετά από αντεπίθεση, στην οποία συμμετέχουν και ένοπλοι πολίτες, απωθούνται. Οι γερμανοί αλεξιπτωτιστές, αφού ενισχύθηκαν, καταλαμβάνουν το αεροδρόμιο του Μάλεμε και, παρά τα πυκνά πυρά πυροβολικού της 2ης νεοζηλανδικής μεραρχίας, κατορθώνουν να μεταφέρουν με κανονική προσγείωση, ένα ακόμη τάγμα.
24 ΜΑΙΟΥ 1941 Οι Γερμανοί συνεχίζουν τας αποβάσεις εις Κρήτην και τας φονικάς μάχας εναντίον των ηρωικών υπερασπιστών Κρητών και Βρεττανών.
26 ΜΑΙΟΥ 1941 Οι Γερμανοί συνεχίζουν τις μάχες των εναντίον των Ελληνοβρετανών εις Κρήτην και καταστρέφουν τας υπό των Ελλήνων κατεχομένας περιοχάς. Ο στρατηγός Φρέιμπεργκ, διοικητής των συμμαχικών δυνάμεων, εξαιτίας των δυσμενών εξελίξεων, διατάζει την εκκένωση της Κρήτης.
—Οι γερμανοί καταλαμβάνουν τις Μουρνιές Χανίων.
27 ΜΑΙΟΥ 1941 Οι Γερμανοί καταλαμβάνουν τα Χανιά.
29 ΜΑΙΟΥ 1941 Οι γερμανοί καταλαμβάνουν το Ρέθυμνο. Τα βρετανικά τμήματα του Ηρακλείου επιβιβάζονται κρυφά σε 8 πολεμικά πλοία και αναχωρούν για την Αίγυπτο. Τα Ελληνικά τμήματα αναγκάζονται να παραδοθούν στους γερμανούς.

31 ΜΑΙΟΥ 1941 Οι Ναζί διατάζουν τον περιορισμό της κυκλοφορίας των Ελλήνων πολιτών από τις 10 το βράδυ μέχρι το πρωί.