Η αθέατη όψη του Κομμουνισμού
Ο Γιώργος Σταθακόπουλος, ο φοιτητής της Νομικής που ήταν
οργανωμένος στο ΕΑΜ κι έβγαζε πύρινους λόγους στις συγκεντρώσεις για τη λευτεριά
της πατρίδας από τον κατακτητή, που πίστευε στην κοινωνική δικαιοσύνη και στις
προσδοκίες των δυστυχισμένων, σαν τον πλησίασαν δυο οπλισμένοι μπολσεβίκοι
καπετάνιοι και του 'παν πως πρέπει να σφάξει έναν Ιταλό που τον είχαν συλλάβει
και μια άγνωστη μεσόκοπη γυναίκα από την Κόρινθο, αρνήθηκε. Ο ορισμένος από την
οργάνωση καθοδηγητής του αγώνα, πέφτει αμέσως στη δυσμένεια και καταδικάζεται.
Ήταν 1η Φεβρουάριου 1944 τότε που οι δυο οπλισμένοι καπετάνιοι με τα γένια, τον
άρπαξαν με τη βία και τον έκλεισαν μέσα σ' ένα πλίθινο καλύβι σε απομόνωση, το
ίδιο βράδυ στο χωριό του τη Τραγάνα, που είναι λίγα λεπτά έξω από το Κιάτο. Μα
πριν ξημερώσει, ο φοιτητής Γεώργιος Σταθακόπουλος, ανοίγοντας μια τρύπα μ' έναν
σουγιά, δραπετεύει. Πηγαίνει, σαν πήρε η μέρα, στον σταθμό του Βέλου ανεβαίνει
στο τραίνο που κείνη την ώρα περνούσε και φτάνει στον Πειραιά που ήταν ο πατέρας
του εκεί τελωνειακός υπάλληλος.
Μετά από τούτο, αρχίζει η τραγωδία της υπόλοιπης
οικογένειας σύμφωνα με την ηθική των μπολσεβίκων. Η μέρα σωνόταν και τα σκοτάδια
ετοιμάζονταν να γεμίσουν το χωριό της Τραγάνας, όταν τρεις με τα όπλα, βρήκαν
και πήραν μαζί τους τη μητέρα του δραπέτη, σαραντατριών χρόνων με τα δυο της
παιδιά, τον Λουκά Σταθακόπουλο 13 χρόνων και τη Κούλα 11. Για που τους πάνε
κανείς δεν ξέρει...
Μέσα στη νύχτα προχωράνε και φτάνουν στο χωριό της Μικρής
Βάλτσας, οπού σταματάνε για δυο ώρες στο σπίτι του γιατρού του Φρεσίρα. Μετά
τους χωρίζουν. Ο δεκατριάχρονος Λουκάς οδηγείται στο χωριό Θροφαρί, η
εντεκάχρονη Κούλα στο χωριό Μεγάλη Βάλτσα, ενώ η μάνα στο εξωκκλήσι του Άη
Γιώργη έξω από τη Μικρή Βάλτσα, όπου αφού την βασάνισαν για να μαρτυρήσει που
είναι ο γιος της, τη σκότωσαν.
Πέντε μέρες πέρασαν τα παιδιά της μόνα, στα διάφορα σπίτια
που τους έδιναν φαγητό και ύπνο χωρίς να ξέρουν τίποτα για την τύχη της μάνας
τους. Την έκτη μέρα τα δυο παιδιά με συνοδεία οπλισμένων τα πήγαν στη Στιμάγκα,
όπου μένουν μαζί με τους αντάρτες στο σχολείο. Εκεί βρίσκονται σε κάποια
επιτήρηση ελεύθερα. Έκαναν διάφορες μικροδουλειές σε κείνους που είχαν τα πόστα
και τα όπλα, τους πήγαιναν το φαγητό, τους ψώνιζαν τσιγάρα κι έμεναν πάντα μέσα
στο περίφραγμα του σχολείου, που πολλές φορές ήταν και δεσμωτήριο των
αντιδραστικών. Ακολούθησαν αρκετές φορές τις ομάδες της ΟΠΛΑ που πήγαιναν τους
μελλοθάνατους στον τόπο της σφαγής κι είδαν πολλά. Είδαν τους ανθρώπους που
βασανίζανε τους μελλοθάνατους, που έφταναν στον τόπο του μαρτυρίου και φωνάζανε.
Είδαν φοβερές εικόνες του μακελειού με φρίκη... Μα είδαν ακόμα και κάτι πιο πολύ
που και τώρα που το διηγούνται κόβεται η ανάσα τους...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου