Πέμπτη 6 Ιουλίου 2017

Κομμουνιστικά εγκλήματα στην Ελλάδα (ΚΚΕ, ΕΑΜ, ΕΛΑΣ, ΔΣΕ, ΟΠΛΑ, ΕΠΟΝ) 18+



Η αθέατη όψη του Κομμουνισμού

 
Εξήντα έξη μέρες έμειναν μέσα σε τούτη τη πνιγμένη ατμόσφαιρα τα δυο αδερφάκια, βλέποντας τον ανελέητο τρόπο που έπαιρναν τις ζωές οι μπολσεβίκοι. Ήταν 15 Μαΐου, απόβραδο, όταν η Κούλα, κουρασμένη από τα θελήματα κοιμόταν. Ανύποπτος ο Λουκάς πήγαινε τσιγάρα σ' έναν καπετάνιο που τον είχε στείλει να ψωνίσει από το μαγαζί. Μια παγωμάρα τον πλάκωσε σαν άκουσε πριν ανοίξει τη πόρτα, να λέει κάποιος από τους οπλισμένους που κάθονταν στον θάλαμο γύρο στη σόμπα: «Τούτα τα παιδιά, τι θα τα κάνουμε καπετάνιο; Πολύ στα πόδια μας μπερδεύονται». Μαρμάρωσε το χέρι του στο πόμολο της πόρτας κι έμεινε εκεί αποσβολωμένο ν' ακούσει τη μοίρα της αδερφής του και τη δική του. Κι όταν ο καπετάνιος απάντησε πως, αργά το βράδυ με τους δεκαοχτώ να τους πάρουν μαζί τους στην εκτέλεση, πήρε τη μεγάλη απόφαση. Έδωσε τα τσιγάρα στον καπετάνιο, καληνύχτησε και φτάνοντας στα στρωσίδια της αδερφής του, την ξύπνησε σιγανά. Τοιμάστηκαν, βγήκαν κι οι δυο μαζί έξω κι έφτιαξαν το σχέδιο να δραπετέψουν. Πέρασε πρώτος δ Λουκάς την εξώπορτα κι αφού είδε τον σκοπό να κοιμάται, πήρε την αδερφή του κι από την άκρη του χωριού, σιγά σιγά με όλες τις δυνατές προφυλάξεις, πέρασαν διάφορα δρομάκια και μέσα από αμπέλια και χωράφια, πιασμένα τα δυο αδερφάκια, έφτασαν στο Βέλο και μπήκαν σε μιας θειας τους το σπίτι. Σαν ξημέρωσε τους έδωσε χρήματα, ψωμί και σταφίδες, τα συνόδεψε στον σταθμό κι αφού παρακάλεσε τον μηχανοδηγό να πάρει μπροστά στη μηχανή τους δυο δραπέτες που διεκδικούσαν τη ζωή, ανέβηκαν στο τραίνο κι έφτασαν στον Πειραιά. Έτσι γλύτωσαν από τον θάνατο.

***

Ένας Στιμαγκιώτης ξομολογιώταν μπροστά σε πέντε ηλικιωμένους που 'ζησαν τότε το κακό που γίνονταν στο τόπο μας. Φρικιαστική εικόνα αλήθεια, σαν έρχονται στον νου τα δυο πανώρια κορίτσια του Κώστα του Μάκρη από τις Κρίνες. Ενώ τα δυο αδέρφια τους, τα σκότωσαν το ίδιο βράδυ που 'φυγαν οι δικοί τους, τα δυο κορίτσια τα 'χαν πάει στη Βαγγελίστρα και τ' ατιμάζανε...

«Με είχε στείλει η οργάνωση να πάω πάνω στην εκκλησιά της Βαγγελίστρας, να βρω έναν καπετάνιο, να του δώσω ένα σημείωμα και να πάρω πάλι απάντηση έγγραφη. Σε τούτο το διάστημα ώσπου να τον βρούνε και να ετοιμαστεί η απάντηση, είδα τούτα τα δύσμοιρα κορίτσια, που το ένα ήταν αρρεβωνιασμένο, να κάθονται κάτω από το μεγάλο δέντρο και να κλαίνε και ν' αγκαλιάζονται. Τα μούτρα τους φαίνονταν χλωμά, τα μάτια τους κατακόκκινα μέσα στις ολόμαυρες κόγχες τους. Ένα ζευγάρι οπλισμένοι τότε, πήρε τα κορίτσια, χώρισαν σαν προχώρησαν λίγο, παίρνοντας ο καθένας από μια, τους έλεγαν λόγια παρήγορα, πως θα τις λευτέρωναν από τα δεσμά και τις πήγανε πίσω από το ψήλωμα. Έκατσαν ώρα αρκετή τις φέρανε και τις δυο μαζί, τις άφηναν λίγα λεπτά ν' αγκαλιαστούνε και να κλάψουνε μαζί κάτω από το μεγάλο δέντρο κι ύστερα τις έπαιρνε άλλο ζευγάρι οπλισμένων για να τις παρηγορήσει πάλι πίσω από το ψήλωμα. Κι αυτές μόλις πάλι σμίγανε, πάλι αγκαλιάζονταν κι όλο κλαίγανε. Το 'χω βάρος στη καρδιά μου τούτο που 'δαν τα μάτια μου κι άκουσαν τ' αυτιά μου, γιατί μου σκιζόταν η καρδιά σαν τα 'βλεπα τα δυο μαζί ν' αγκαλιάζονται και να ζητάνε τον λυτρωμό... Την άλλη μέρα που ρώτησα τι γίνονται τα κορίτσια πάνω στη Βαγγελίστρα, σαν είδα κάποιον απ' αυτούς στο χωριό, μου 'πε, πως δεν υπάρχουνε πια στη ζωή. Το μαρτύριό τους τελείωσε...».

***

Στις 24 Ιουλίου 1944, μια ομάδα από οπλισμένους μπαίνει μέσα στο σπίτι του Κων. Μπράβου στο χωριό Ταρσινά, που 'ταν υπεύθυνος του ΕΑΜ, του ζητάει το πιστόλι που είχε για να πιάσουν κάποιον χαφιέ. Μόλις το παραδίνει, του προτείνουν τα όπλα τους και του λένε πως είναι κρατούμενος κι αυτός και η γυναίκα του. Μαζί με άλλους που πιάσαν την ίδια βραδιά, τους οδηγούνε στο διπλανό χωριό, στο Λιμοχώρι, κι ενώ όλους τους άλλους τους πάνε ψηλά στη τοποθεσία Στρογγύλι, τον Κων. Μπράβο τον βαστάνε στο σχολείο.

Το χωριό ξύπνησε από τα ουρλιάσματα και τις φωνές τις σπαραχτικές που 'βγαζε ο κρατούμενος όταν τον χτυπάγανε, για να μαρτυρήσει τους αντιδραστικούς του χωριού του, εκείνους που συνεργαζότανε και μαρτύραγε τα μυστικά. Και ποια είσανε τα μυστικά του αγώνα που μαρτύραγε στους Γερμανούς φασίστες και τους τσολιάδες. Μαυρισμένο από τα χτυπήματα και αποκαμωμένο, τον έφεραν στη πλατεία του χωριού, ενώ οι άνθρωποι που 'σαν στην οργάνωση πέρναγαν από το κάθε σπίτι και ειδοποιούσαν, να πάνε όλοι στη πλατεία να δουν την εκτέλεση ενός προδότη. Όλο το χωριό μαζώχτηκε το φοβερό τούτο απόγευμα, στις 24 Ιουνίου 1944, και έβλεπε έναν παραμορφωμένο άνθρωπο γεμάτο αίματα και σωματικό πόνο, όρθιο, έτοιμο να σωριαστεί κάτω.

Την τρομάρα του κόσμου που 'βλεπε τούτο το απαίσιο θέαμα, έκοψαν τα λόγια του καπετάνιου που φώναξε: «Τούτος ο άνθρωπος είναι προδότης, είναι χαφιές, όργανο της Γκεστάμπο, των Γερμανών και των τσολιάδων, γι' αυτό και δικάστηκε σε θάνατο και θα εκτελεστεί τώρα μπροστά σας». Μέσα σε τούτη τη παγωμάρα που απλώθηκε στον κόσμο τούτο που αναγκάστηκε να δει πως ο άνθρωπος παίρνει τη ζωή του ανθρώπου, ένας ψίθυρος κυκλοφόρησε: «Τί προδοσία έκανε;». Μα όλοι κούναγαν τους ώμους τους και με τις γκριμάτσες του προσώπου τους δείχνανε, ότι δεν ξέρανε την προδοσία ή τον χαφιεδισμό, μα ο γνωστός όλων του διπλανού χωριού, Κων. Μπράβος, ήταν υπεύθυνος του ΕΑΜ. Τί άραγε συνέβαινε; Τίποτα δεν τον ρώτησαν να πει, ούτε και άλλη εξήγηση δόθηκε. Μόνο όπλισε ένας το πιστόλι του, στάθηκε σε απόσταση ενάμισυ μέτρου και πυροβόλησε στο κεφάλι του θανατοποινίτη. Η πρώτη σφαίρα πέρασε ξυστά χωρίς να τον αγγίξει, η δεύτερη του πήρε το αυτί και του αυλάκωσε το δεξί του μάγουλο. Κι ενώ οι άλλοι κλείναν τα μάτια τους να μην δουν τον θάνατο, ακούστηκε η φωνή εκείνου που του παίρναν τη ζωή: «Μη με παιδεύεις σύντροφε. Ρίξε μου στο κεφάλι ρε Δήμο μια να τελειώνω». Ένα «αχ» τότε ακούστηκε δυνατό που σκέπασε τη φωνή της τελευταίας πιστολιάς, πήδηξε ψηλά μισό μέτρο, τύλιξε το κεφάλι του με τα χέρια του και σωριάστηκε κάτω μπρούμυτα. Όλοι κρύψανε τις ματιές τους με τις παλάμες τους να μην δουν, το εφιαλτικό θέαμα... Πριν ακόμα συνέλθει ο κόσμος απ' όλη τη φρίκη που είδε κι άκουσε, ένας από τους τέσσερους δήμιους που ήταν κοντά στον σκοτωμένο, τράβηξε από το θηκάρι το μαχαίρι του κι άρχισε τούτο το μακάβριο έργο: Τον έσφαξε σαν τ' αρνί που 'στάζε ακόμα αίματα, μπρος στα μάτια όλων των χωριανών που ένιωθαν ταν ανάσα τους να λιγοστεύει, τις δυνάμεις τους να τους αφήνουν και να τους έρχεται λιποθυμία, ενώ τα παιδάκια με γουρλωμένα τα μάτια μαζεύονταν στα σκέλια των γονιών τους, τραβώντας τους από τα ρούχα. Κι ύστερα μια βουβαμάρα χύθηκε μέσα σε τούτο το χωριό, μια νεκρική σιγή που κράτησε για πολύ μετά το φονικό.

Μετά που πέρασε καιρός, μαθεύτηκε πως η προδοσία του Κώστα Μπράβου ήτανε τούτη: Σαν υπεύθυνος του χωριού, ειδοποιήθηκε πως έπρεπε να πιαστεί με τρόπο ένας χωριανός του, να τον στείλει, ή με συνοδεία ή μόνο του στο Λιμοχώρι, ή στη Στιμάγκα να εκτελεστεί, γιατί οι πληροφορίες τον παρουσίαζαν αντιδραστικό που κάνει ζημιά στον αγώνα. Ο Κώστας Μπράβος όμως που γνώριζε πρόσωπα και πράματα κι ήταν βέβαιος ότι ο χωριανός του ήταν ένας αγνός πατριώτης, όχι μόνο δεν φρόντισε να τον πιάσει ή να τον πείσει ν' ανέβει στο Λιμοχώρι ή στη Στιμάγκα, για να του πάρουν τη ζωή, αλλά τον ειδοποίησε να φύγει από το χωριό κι από το περιβόλι του στο Κοκκώνι γιατί κινδύνευε η ζωή του. Αυτό όμως ακούστηκε σαν μια γενναία και πατριωτική στάση που 'δειξε ο υπεύθυνος του ΕΑΜ κι έγινε αιτία μαθαίνοντάς το οι ανώτεροι καπετάνιοι να τον σκοτώσουν.

Οι άλλοι κρατούμενοι από τα Ταρσινά, που παρέα τους είχαν πάρει το ίδιο βράδυ μαζί με τη γυναίκα του Κώστα Μπράβου, δεν πρόφτασαν να μάθουν το φοβερό φονικό που 'γινε μέσα στο χωριό του Λιμοχωρίου, γιατί πριν ξημερώσει, το ίδιο βράδυ που τους ανέβασαν στην τοποθεσία Στρογγύλι, τους πήρανε τη ζωή, σαν τα σφαχτάρια, με το μαχαίρι.

(«Από τον προμαχώνα της Στιμάγκας» - Γιάννης Μπαλαφούτας)


                                                                  ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου